Τσακαλώτος: Η τραπεζική ένωση και το φάντασμα του λαϊκισμού
«Εάν οι ευρωπαίοι πολίτες δεν αισθάνονται ευρωπαίοι και εγκαταλείψουν την ιδέα των ευρωομολόγων και των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, τότε η ευρωζώνη δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Και το φάντασμα του λαϊκισμού θα είναι πάντα παρόν», αναφέρει ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος σε άρθρο του στους Financial Times.
Ο κ. Τσακαλώτος δηλώνει αντίθετος στην άποψη ότι μια πλήρως λειτουργική τραπεζική ένωση στην Ευρώπη, καθιστά τη δημοσιονομική ένωση περιττή.
Και όπως επισημαίνει στο άρθρο του, που τιτλοφορείται «Η τραπεζική ένωση και το φάντασμα του λαϊκισμού», είναι θέμα ζωτικής σημασίας η οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη, αν και αναιμική, να μην αποκρύψει την ανάγκη μεταρρύθμισης της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής της Ευρώπης.
Το άρθρο του υπουργού Οικονομικών, το οποίο δημοσιεύεται σήμερα στον διαδικτυακό τόπο της εφημερίδας και αύριο και στο έντυπο, έχει ως εξής:
Ορισμένοι κορυφαίοι οικονομολόγοι, ανάμεσα στους οποίους και οι Barry Eichengreen και Dani Rodrik, συμμετέχουν τους τελευταίους μήνες, σε μια σημαντική συζήτηση σχετικά με το βαθμό που, μια πλήρως λειτουργική τραπεζική ένωση στην Ευρώπη, καθιστά τη δημοσιονομική ένωση περιττή.
Όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Και οι λόγοι για τους οποίους δεν ισχύει εντοπίζονται στην καρδιά των δεινών της Ευρώπης και ειδικότερα της ευρωζώνης. Είναι θέμα ζωτικής σημασίας η οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη, αν και αναιμική, να μην αναστείλει αυτή τη συζήτηση και να μην αποκρύψει την ανάγκη μεταρρύθμισης της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής της Ευρώπης.
Όλες οι πλευρές συμφωνούν ότι η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης αποτελεί σημαντικό πυλώνα αυτής της μεταρρύθμισης. Η ένωση των τραπεζών θα βοηθήσει στην διαφοροποίηση του κινδύνου, στην άμβλυνση των κύκλων κρίσης μεταξύ τραπεζών και κρατών, διευκολύνει τη δικαιότερη εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ θα μειώσει τον κίνδυνο διαρροής καταθέσεων από τα υπό πίεση τραπεζικά συστήματα.
Η ασυμφωνία αναπτύσσεται πάνω στις εξής δύο ερωτήσεις: Κατά πόσο είναι εφικτό να υπάρξει μια επαρκής τραπεζική ένωση στην Ευρώπη και ως ποιο βαθμό μια τέτοια ένωση απαντά και σε άλλες αδυναμίες της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι οι ιδιωτικές χρηματοοικονομικές ροές μπορούν να βοηθήσουν αλλά πρέπει και να αναγνωρίσουμε ότι αυτές οι ροές μπορούν λειτουργήσουν και αποσταθεροποιητικά.
Η οδηγία της ΕΕ για την Ανάκαμψη και Εξυγίανση των Πιστωτικών Ιδρυμάτων είναι μια προσπάθεια να υπάρξει μια τέτοια λύση. Και είναι δυνατόν να λειτουργήσει στην περίπτωση κάποιας μεμονωμένης τραπεζικής αποτυχίας αλλά δεν θα είναι ποτέ επιθυμητό, σε μια συστημική κρίση, να αφεθούν οι τράπεζες να χρεοκοπήσουν -το κράτος αναπόφευκτα θα επέμβει. Η πρόσφατη υπόθεση της Ιταλίας είναι ενδεικτική περίπτωση. Είναι σωστό να επισημάνουμε, όπως έκαναν ορισμένοι, ότι τα κράτη της ΕΕ έχουν παραιτηθεί από την εθνική τους κυριαρχία σε πολλούς τομείς, παρά την έλλειψη πλήρους πολιτικής ένωσης. Αλλά η Πορτογαλία δεν θα είναι ποτέ σαν το Τέξας για τον απλούστατο ότι μια χρηματοπιστωτική κρίση αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα και άρα καθιστά ανεπίτρεπτη την προσέγγιση “μην αγγίζετε”.
Επιπλέον, δεν είμαι βέβαιος ότι οι ιδιωτικές χρηματοοικονομικές ροές, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της ένωσης κεφαλαιαγορών, μπορούν να αντισταθμίσουν επαρκώς τις δημόσιες ροές στην ευρωζώνη. Ένα μεγάλο μέρος της πραγματικής οικονομίας, ιδίως στο Νότο, κυριαρχείται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, κατάσταση πολύ διαφορετική από εκείνη των ΗΠΑ. Ακόμη και οι ενοποιημένες και βαθύτερες κεφαλαιαγορές θα δυσκολευτούν να δανείσουν σε τόσο μικρές επιχειρήσεις.
Οι χρηματοοικονομικές ροές μπορούν επίσης να αποτελέσουν πηγή αστάθειας, δημιουργώντας φούσκες -για παράδειγμα, η αγορά ακινήτων στην Ιρλανδία και την Ισπανία και η πολύ υψηλή τιμολόγηση κρατικών ομολόγων στην Ελλάδα. Και δεν ισχύει ότι πριν από την κρίση δεν υπήρξε κάποια διαφοροποίηση. Τράπεζες σε άλλες χώρες της ευρωζώνης κρατούσαν σημαντικά ποσά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου.
Τέλος, οι χρηματοπιστωτικές αγορές λειτουργούν πολύ προ-κυκλικά. Δεν είναι ξεκάθαρο ότι τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας σε μια οικονομία της ευρωζώνης η οποία πλήττεται από μια επερχόμενη κρίση θα είχε, για παράδειγμα, επαρκή πρόσβαση στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
Μπορεί, βεβαίως, να υπάρχουν κερδοφόρα επιχειρηματικά εγχειρήματα, όμως οι “σφιχτές” οικονομικές συνθήκες δεν θα επέτρεπαν πρόσβαση στη χρηματοδότηση.
Όταν ένα αρνητικό σοκ πλήττει μια μικρή χώρα στην ευρωζώνη, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι αγορές, αφενός, αλλά και το κράτος, αφετέρου, υπόκεινται σε πιέσεις και οι κύκλοι κρίσεων είναι δύσκολο να αποφευχθούν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν πρόκειται για μικρής κλίμακας σοκ, μία εγχώρια μεροληψία μπορεί να φανεί χρήσιμη -παρά το γεγονός ότι τα σοκ μεγάλης κλίμακας ευνοούν τη διαφοροποίηση.
Με άλλα λόγια, θα μπορούσε ποτέ η Πορτογαλία να είναι όπως το Τέξας, ακόμη και με μια πιο ολοκληρωμένη τραπεζική ένωση στην Ευρώπη; Οι Τεξανοί σε μία οποιαδήποτε κρίση δεν προστατεύονται μόνο μέσω του συστήματος διασφάλισης καταθέσεων αλλά και μέσω μίας ομοσπονδιακής προσέγγισης εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και από την ύπαρξη της Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Η διαφοροποίηση των κινδύνων λειτουργεί και μέσω της ύπαρξης ομοσπονδιακών ομολόγων των ΗΠΑ ενώ ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός λειτουργεί ως αυτόματος σταθεροποιητής. Όχι μόνο υπάρχουν δημοσιονομικές μεταβιβάσεις στο Τέξας, αλλά και οι πολίτες όλων των άλλων πολιτειών συμβάλλουν στη χρηματοδότηση αυτών των μεταβιβάσεων.
Όσοι επιχειρηματολογούν υπέρ της τραπεζικής ένωσης, ως εναλλακτική στη δημοσιονομική ένωση (όπως ο καθηγητής Eichengreen), υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα επιτρέψει την επανεθνικοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής η οποία θα συμβάλει στην περιθωριοποίηση του λαϊκισμού. Αλλά προσωπικά δεν είμαι πεπεισμένος. Η επανεθνικοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής, εάν αποτελεί υποκατάστατο της δημοσιονομικής ένωσης, τότε υπονομεύει την αλληλεγγύη που αποτελεί βασικό πυλώνα μιας βέλτιστης νομισματικής ένωσης.
Εάν οι ευρωπαίοι πολίτες δεν αισθάνονται ευρωπαίοι και εάν εγκαταλείψουν την ιδέα των ευρωομολόγων και των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, τότε η ευρωζώνη δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Και το φάντασμα του λαϊκισμού θα είναι πάντα παρόν».