Τουρκία: Καθορισμός ΑΟΖ μετά την λύση και συναπόφαση προ της λύσης
3 06 2019
Καθορισμό των ΑΟΖ μετά την λύση του Κυπριακού υποστηρίζει η Τουρκία, χωρίς μάλιστα να αποκλείει την ακραία και παράλογη περίπτωση η Κύπρος, ως νησί, που είναι, να μην έχει καν ΑΟΖ και να συνιστά αποκλεισμένη νήσο! Αυτά, όπως και πολλά άλλα, αναφέρονται σε σχετικό έγγραφο του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, επί τη βάσει του οποίου έχουν ενημερωθεί οι πρέσβεις της ΕΕ στην Άγκυρα σχετικά με τις δραστηριότητες του «Πορθητή» στα 75 χιλιόμετρα (42 ν.μ.) ανοικτά της Πάφου.
Ταυτοχρόνως, στο έγγραφο αναφέρεται ότι η Τουρκία δεν θεωρεί σοβαρή την πρόταση του Προέδρου Αναστασιάδη για το ταμείο υδρογονανθράκων και την αποταμίευση του ποσού που αναλογεί στους Τουρκοκυπρίους. Στο έγγραφο καταγράφονται τα βασικά σημεία τα οποία εξέθεσε το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών στις 19 Μαΐου του 2019 προς τους πρέσβεις της ΕΕ στην Άγκυρα. Από το περιεχόμενο του εγγράφου γίνεται αντιληπτό πως είναι μάταιο να πιστεύει κάποιος ότι η Άγκυρα έχει πρόθεση να επιστρέψει στις συνομιλίες με σκοπό μια βιώσιμη και λειτουργική λύση.
Τα 13 σημεία του εγγράφου
Στο έγγραφο αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
1. Η περιοχή όπου η Άγκυρα διενεργεί τις έρευνές της δεν εμπίπτει ούτε στην υφαλοκρηπίδα της Κυπριακής Δημοκρατία ούτε σε αυτήν του ψευδοκράτους, αλλά σε αυτήν την Τουρκίας.
2. Η Τουρκία είναι απογοητευμένη διότι πολλά κράτη στηρίζουν την «ελληνοκυπριακή διοίκηση», όπως η Άγκυρα χαρακτηρίζει στην Κυπριακή Δημοκρατία, για να έχουν ίδιον όφελος. Τα καλεί, μάλιστα, να μην επεμβαίνουν.
3. Η Άγκυρα προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν εργάζεται στην αρχή της δίκαιης οριοθέτησης της ΑΟΖ και συνεπώς με βάση την πρακτική των κρατών (εθιμικό δίκαιο) και την διεθνή νομολογία, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να έχει αποτελεσματική επίδραση επί της οριοθέτησης της ΑΟΖ, επειδή διαστρεβλώνει την αρχή της δίκαιης οριοθέτησης. Η Τουρκία δεν θεωρεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία διαθέτει ΑΟΖ. Αφενός διότι δεν την αναγνωρίζει ως κράτος και αφετέρου διότι είναι λανθασμένος ο τρόπος οριοθέτησης της ΑΟΖ, όπως τον εισηγείται η Κυπριακή Δημοκρατία.
4. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η νήσος Κύπρος δεν μπορεί να διαθέτει πλήρη Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, επειδή στηρίζει την θέση της στην απλοποιημένη αρχή της ίσης απόστασης και στην διαστρέβλωση της αρχής της δίκαιης οριοθέτησης.
5. Η Άγκυρα υποστηρίζει ότι: «Τόσο στην πρακτική των κρατών (εθιμικό δίκαιο) όσο και στη διεθνή νομολογία, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες τα νησιά δεν έχουν ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα και είναι έγκλειστα (απομονωμένα-αποκλεισμένα)». Δηλαδή αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο η Κύπρος, πολύ δε περισσότερο το Καστελόριζο, να μη διαθέτουν ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα.
6. Η Τουρκία υποστηρίζει ότι οι ΑΟΖ καθορίζονται μεταξύ των παράκτιων κρατών και ότι «σχετικά με την περίπτωση της Κύπρου αυτή θα καθοριστεί μετά την πολιτική διευθέτηση» του Κυπριακού.
7. Τα υπόλοιπα κράτη δεν πρέπει να ενεργούν δίκην δικαστηρίου, αλλά να υιοθετούν εποικοδομητική πολιτική.
8. Η Τουρκία που διαθέτει μεγάλη έκταση ακτών θα υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα εντός της υφαλοκρηπίδας της και θα προχωρήσει στην επίλυση εκκρεμούντων προβλημάτων, καθορίζοντας θαλάσσιες ζώνες δικαιοδοσίας με όσα παράκτια κράτη αναγνωρίζει επί τη βάσει της αρχής της δίκαιης οριοθέτησης, για να προκύψει ειρήνη, ασφάλεια και ανάπτυξη. Είναι πρόδηλον ότι η Άγκυρα αποκλείει την Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία δεν αναγνωρίζει, εξ ου και η θέση της περί του ότι το θέμα της ΑΟΖ θα καθοριστεί μετά τη λύση ή με τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων προς τη λύσης, που υποδηλοί αναγνώριση του ψευδοκράτους.
9. Οι μονομερείς ενέργειες των Ελληνοκυπρίων επί του θέματος των υδρογονανθράκων θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια στην περιοχή.
10. Οι εν λόγω μονομερείς ενέργειες των Ελληνοκυπρίων δεν παραβλέπουν και δεν παραβιάζουν μόνο τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι είναι συνιδιοκτήτες των φυσικών πηγών του νησιού, αλλά και της Τουρκίας.
11. Η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι προειδοποίησε από την αρχή τους Ελληνοκύπριους πως δεν πρέπει να ενεργούν μονομερώς και ότι πρέπει να αποφασίσουν από κοινού με τους Τουρκοκύπριους για την τύχη φυσικών πηγών του νησιού. Και επί τούτου προστίθεται ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει προχωρήσει σε εποικοδομητικές προτάσεις. Ωστόσο, τονίζεται στο έγγραφο, «η ελληνοκυπριακή πλευρά έδρασε μονομερώς και, όπως και στην περίπτωση του θέματος των εξουσιών, θέλει όλα τα οφέλη δικά της».
12. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι «ο διαμερισμός του εισοδήματος των υδρογονανθράκων είναι μόνο η μία πλευρά του θέματος» και προσθέτει: «Ωστόσο, δεν παίρνουμε στα σοβαρά αυτές τις ιδέες εμπιστοσύνης ή χρηματικής εγγύησης».
13. Η Άγκυρα υποστηρίζει ότι: «Εάν οι Ελληνοκύπριοι δεν συμπεριλάβουν στην λήψη των αποφάσεων για το θέμα των υδρογονανθράκων τους Τουρκοκύπριους και αν δεν τερματίσουν τις μονομερείς έρευνες, οι γεωτρήσεις μας θα συνεχιστούν και τα ερευνητικά μας πλοία θα συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους εντός των περιοχών όπου η “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου” εκχώρησε άδειες στην Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίων».
Προστίθενται επίσης και τα εξής: «Εάν οι Ελληνοκύπριοι δεν περιλάβουν τους Τουρκοκύπριους ως ισότιμους συνεταίρους στον μηχανισμό λήψης αποφάσεων ή εάν δεν τερματίσουν τις μονομερείς τους ενέργειες στο θέμα αυτό, θα συνεχίσουμε να προστατεύουμε την υφαλοκρηπίδα των Τουρκοκυπρίων».
Ακάθεκτη η Άγκυρα και τα συμφωνηθέντα
Στο έγγραφο τονίζεται ότι η Τουρκία θα συνεχίσει τις έρευνές της στις περιοχές όπου έχουν συναφθεί συμφωνίες το 2009 και το 2012 με την Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίων. Χρησιμοποιεί, δε, τα συμφωνηθέντα στις συνομιλίες περί του ότι οι αποφάσεις για φυσικό αέριο θα ανήκουν στην κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση προκειμένου να υποστηρίξει ότι η κυπριακή Κυβέρνηση δεν μπορεί να ενεργεί μονομερώς και ότι θα πρέπει να λαμβάνουν και οι Τουρκοκύπριοι μέρος στην λήψη των αποφάσεων στην λογική της συνιδιοκτησίας και συναπόφασης.
Με άλλα λόγια, θα δοθεί μορφή αναγνώρισης του ψευδοκράτους. Η απάντηση, η οποία θα έπρεπε να δοθεί από την κυπριακή Κυβέρνηση και το Εθνικό Συμβούλιο, είναι η ακόλουθη: Εάν οι Τουρκοκύπριοι επιθυμούν να έχουν λόγο στο φυσικό αέριο, μπορούν να επανενσωματωθούν στην Κυπριακή Δημοκρατία. Αυτό σημαίνει την χρήση των όσων αναφέρουν οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβούλιου και περιλαμβάνονται στην τελευταία ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας.
Σημαντική επί τούτου είναι η αντιδήλωση της 21ης Σεπτεμβρίου του 2005 για την υποχρέωση της Τουρκίας να ομαλοποιήσει τις σχέσεις της με την Κυπριακή Δημοκρατία και να την αναγνωρίσει. Η Κυβέρνηση πανηγύρισε για την έκθεση, ενώ από την πλευρά της η αντιπολίτευση δεν ισχυρίστηκε ότι η έκθεση δεν ήταν θετική. Η αντίφαση είναι η εξής:
Αντί να είναι βάση των συνομιλιών η αντιδήλωση και η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, και η συμπολίτευση και η αντιπολίτευση επιμένουν σε διάλογο επί του κεκτημένου των συνομιλιών, που οδηγεί στο εξής: Δίνεται η ευκαιρία στην Τουρκία να ισχυριστεί ότι δεν θα αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά το πολιτειακό σύστημα που θα προκύψει από τη λύση, δηλαδή των δυο ισότιμων συνιστώντων κρατών, εκ των οποίων το ένα θα είναι το ψευδοκράτος.
Αντί, δηλαδή, η Τουρκία να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, η Κυπριακή Δημοκρατία θα υποβιβαστεί σε συνιστών κράτος και το ψευδοκράτος θα αναβαθμιστεί σε ισότιμο συνιστών κράτος στην ισοϋψή νομική λογική: Το ένα κρατίδιο δεν θα υπερισχύει του άλλου. Δηλαδή θα έχουμε μια Κύπρο με δυο κράτη και εκ περιτροπής Προεδρία στην Κεντρική Κυβέρνηση, όπου θα διχοτομηθεί μία και διά παντός η εκτελεστική εξουσία.
Τι προσφέρει το κεκτημένο της ΕΕ
Λαμβάνοντας υπόψη το κοινοτικό κεκτημένο, η θέση μας θα έπρεπε να ήταν η εξής: Επί τη βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου και της αντιδήλωσης της 21ης Σεπτεμβρίου του 2005, η Τουρκία θα πρέπει αρχικά να ομαλοποιήσει τις σχέσεις της με την Κυπριακή Δημοκρατία και να την αναγνωρίσει. Αυτό σημαίνει ότι: Θα επιλυθεί το ζήτημα της συνέχειας της Κυπριακής Δημοκρατίας και θα εξουδετερωθεί η τουρκική θέση περί επανακαθορισμού των ΑΟΖ που υπέγραψε η Κυπριακή Δημοκρατία με τρίτα κράτη. Η δε Τουρκία θα υποχρεούται να συζητήσει με την Κυπριακή Δημοκρατία για τον καθορισμό των ΑΟΖ τους.
Εάν η Τουρκία αρνηθεί, τότε αναλαμβάνει η ίδια την ευθύνη της μη λύσης και αποκαλύπτεται και ενώπιον της ΕΕ και της λοιπής διεθνούς κοινότητας ότι είναι έκνομη. Ταυτοχρόνως:
Α) Δεν μπορεί η Τουρκία να συνεχίζει την πορεία στην ΕΕ χωρίς κόστος ή να ζητά αναβάθμιση της τελωνειακής της ένωσης χωρίς να αναγνωρίζει κράτος μέλος της ΕΕ ως υποκείμενο του Διεθνούς Δικαίου.
Β) Νομιμοποιεί την Κυπριακή Δημοκρατία να ζητήσει την επιβολή κυρώσεων χρησιμοποιώντας ως εργαλείο όσα η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρει. Μεταξύ αυτών γίνεται λόγος για το θέμα του ανοίγματος του εμπορίου μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Τουρκίας, όπως η τελωνειακή ένωση καθορίζει.
Αυτό το άνοιγμα του εμπορίου μπορεί να τεθεί ως βασικό δείγμα από πλευράς Τουρκίας για την ομαλοποίηση των σχέσεών της με την Κυπριακή Δημοκρατία. Εάν η Τουρκία δεν προχωρεί στο άνοιγμα των εμπορικών συναλλαγών, τότε η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να ζητήσει κυρώσεις επί της Τουρκίας για παραβίαση της βασικής αρχής της λειτουργίας της ΕΕ, δηλαδή του ελεύθερου εμπορίου χωρίς αθέμιτο ανταγωνισμό.
Λογική του κόστους
Εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία επιτρέπει τις εισαγωγές από την Τουρκία μέσω της κοινής αγοράς και εφόσον η Τουρκία δεν επιτρέπει την εισαγωγή κυπριακών προϊόντων, είναι πρόδηλος ο αθέμιτος ανταγωνισμός λόγω ευθύνης της Άγκυρας. Εάν, συνεπώς, η κυπριακή Κυβέρνηση δεν προχωρήσει στην επιβολή κόστους στην Τουρκία, τότε γιατί η Άγκυρα να υποχωρήσει; Τι μας λέει η Άγκυρα; Μας ξεκαθαρίζει ότι:
«Εάν δεν βρείτε τον τρόπο να με τιμωρήσετε, θα προχωρήσω σε νέες γεωτρήσεις εκεί όπου θεωρώ ότι έχω δικαιώματα, χωρίς να δίνω δεκάρα για την Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία δεν αναγνωρίζω. Δεν υπάρχει»! Μόνον όταν πληρώσει κόστος θα αντιληφθεί την ύπαρξή μας. Και δεν εννοούμε τα στρατιωτικά μέσα, αλλά όσα μας προσφέρει η ΕΕ και το κεκτημένο….
(του Δρα. Γιάννου Χαραλαμπίδη, Η Σημερινή)