To τέλος του πετρελαίου και η νέα ενεργειακή τάξη
To πετρέλαιο καθόρισε τις οικονομικές, στρατιωτικές και γεωπολιτικές εξελίξεις του 20ου αιώνα αλλά το ενεργειακό σοκ με το οποίο βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη η υφήλιος επιταχύνει τη στροφή στη νέα τάξη πραγμάτων, υποστηρίζει σε άρθρο του το Economist.
H επέλαση της πανδημίας επέφερε ισχυρό πλήγμα στην παγκόσμια οικονομία, με τη ζήτηση για πετρέλαιο να υποχωρεί περισσότερο από 20% και τις τιμές να καταρρέουν. Έκτοτε υπήρξε μια διστακτική ανάκαμψη, αλλά η επιστροφή στον παλιό κόσμο δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανή. Η ExxonMobil απομακρύνθηκε από τον βιομηχανικό δείκτη Dow Jones, στον οποίο ήταν μέλος από το 1928. Oι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες όπως η Σαουδική Αραβία έχουν ανάγκη από μια τιμή στα 70 με 80 δολάρια το βαρέλι για να ισορροπήσουν τα δημοσιονομικά τους. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στα 40 δολάρια το βαρέλι.
Η τιμή του πετρελαίου έχει βουτήξει και στο παρελθόν, αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά, τονίζει το βρετανικό οικονομικό περιοδικό. Οι πολίτες, οι κυβερνήσεις και οι επενδυτές είναι πιο ευαισθητοποιημένοι απέναντι στον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κερδίζουν έδαφος. Οι μετοχές των εταιρειών ανανεώσιμης ενέργειας έχουν ενισχυθεί 45% από την αρχή του έτους. Με τα επιτόκια κοντά στο μηδέν, οι πολιτικοί σπεύδουν να στηρίξουν την «πράσινη οικονομία». Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, Τζο Μπάιντεν, θέλει να δαπανήσει $2 τρισ. για να απεξαρτήσει την αμερικανική οικονομία από τον άνθρακα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προορίζει το 30% από τα $880 δισ. που θα ρίξει στη μάχη κατά της πανδημίας για περιβαλλοντικές πολιτικές.
Σύμφωνα με το Economist το ενεργειακό σύστημα του 21ου αιώνα έχει τις προοπτικές να είναι καλύτερο από την εποχή του πετρελαίου όσον αφορά την υγεία και την πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Το 85% της ενέργειας προέρχεται σήμερα από ορυκτά καύσιμα. Η μόλυνση από τα ορυκτά καύσιμα σκοτώνει πάνω από 4 εκατομμύρια ανθρώπους τον χρόνο, κυρίως στις μεγαλουπόλεις των αναδυόμενων χωρών. Αλλά το πετρέλαιο προκαλεί και πολιτική αστάθεια. Για δεκαετίες, πετρελαιοπαραγωγικές χώρες όπως η Βενεζουέλα και η Σαουδική Αραβία, χωρίς κίνητρα για να αναπτύξουν τις οικονομίες τους, έχουν βαλτώσει στην πολιτική των επιδομάτων και του νεποτισμού. Εν τω μεταξύ, οι μεγάλες δυνάμεις για να εξασφαλίσουν σταθερές προμήθειες πετρελαίου διαγκωνίζονται για την άσκηση επιρροής στις χώρες αυτές, ιδίως στη Μέση Ανατολή. Αλλά τα ορυκτά καύσιμα προκαλούν και οικονομική αστάθεια. Οι αγορές πετρελαίου ελέγχονται από ένα αλλοπρόσαλλο καρτέλ. H συγκέντρωση των αποθεμάτων στα χέρια λίγων χωρών καθιστά την αγορά ευάλωτη σε γεωπολιτικά σοκ.
Αλλά όπως εκτιμά το Economist έχει ήδη αρχίσει να αναδύεται ένα νέο ενεργειακό σύστημα. Με τολμηρές πολιτικές, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειες όπως η αιολική και ηλιακή μπορεί να καλύπτουν από το 5% της προσφοράς σήμερα το 25% το 2035 και το 50% το 2050. Η χρήση πετρελαίου και λιγνίτη θα υποχωρήσει, αν και το φυσικό αέριο θα συνεχίσει να είναι σημαντική πηγή ενέργειας.
Η νέα ενεργειακή αρχιτεκτονική θα αποφέρει μεγάλα οφέλη, υποστηρίζει στο άρθρο του το Εconomist. Πρώτον, θα αποτρέψει το χάος μιας ανεξέλεγκτης κλιματικής αλλαγής, με πλημμύρες, ξηρασίες, λιμούς και εκτοπίσεις πληθυσμών. Δεύτερον, θα προσφέρει μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα επειδή η προσφορά θα είναι πιο διαφοροποιημένη γεωγραφικά και τεχνολογικά. Οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες θα πρέπει να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις και καθώς οι κυβερνήσεις τους θα εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο στη φορολόγηση των πολιτών το πολιτικό σύστημα μπορεί να γίνει πιο αντιπροσωπευτικό. Τρίτον, το ενεργειακό σύστημα του 21ου αιώνα θα έχει λιγότερες αναταράξεις. Η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας δεν θα καθορίζεται από κάποιους μεγάλους παίκτες αλλά από τον ανταγωνισμό και τα σταδιακά κέρδη στην αποδοτικότητα.
Ωστόσο, το Economist προειδοποιεί ότι καθώς αναδύεται ένα καλύτερο ενεργειακό σύστημα διαφαίνεται ο κίνδυνος μιας κακής διαχείρισης της μετάβασης σε αυτό. Δύο είναι σύμφωνα με το βρετανικό οικονομικό περιοδικό τα μεγαλύτερα ρίσκα. Η απολυταρχική Κίνα μπορεί να αποκτήσει δεσπόζουσα θέση στο παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα λόγω της κυριαρχίας της στην εξέλιξη νέων τεχνολογιών. Σήμερα, κινεζικές εταιρείες παράγουν το 72% των ηλιακών συλλεκτών, το 69% των μπαταριών λιθίου-ιονίου και το 45% των ανεμογεννητριών. Ελέγχουν επίσης μεγάλο μέρος της επεξεργασίας υλικών που είναι απαραίτητα για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως το κοβάλτιο και το λίθιο. Τους τελευταίους έξι μήνες, το Πεκίνο ανακοίνωσε επενδύσεις στις υποδομές για ηλεκτρικά αυτοκίνητα και έκανε δοκιμές σε ένα πυρηνικό εργοστάσιο στο Πακιστάν.
To άλλο μεγάλο ρίσκο σύμφωνα με τον Economist είναι η μετάβαση των πετρελαιοπαραγωγικών χωρών σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Καθώς η ζήτηση πετρελαίου διολισθαίνει θα αρχίσουν να ανταγωνίζεται για μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Την ίδια στιγμή, οι πόροι που θα έχουν στη διάθεση τους για να χρηματοδοτήσουν πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις θα φθύνουν.
Αυτό μπορεί να δημιουργήσει κίνητρα για να καθυστερήσουν τη μετάβαση προς τη νέα πραγματικότητα. Η μετάβαση προς τη νέα ενεργειακή τάξη είναι ζωτικής σημασίας αλλά θα είναι δύσκολη, καταλήγει το Economist.
(euro2day.gr)