Το μεγάλο σορτάρισμα: «Απάτη ή ηλιθιότητα;»
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, χειρότερη από τη Μεγάλη Υφεση του 1929, σύμφωνα με χαρακτηριστική αναφορά του τέως προέδρου της Fed Μπεν Μπερνάνκι, τοποθέτησε στον μεγεθυντικό φακό του διεθνούς συστήματος τις ανισορροπίες οικονομιών που τελικά αποδείχτηκαν εκτεθειμένες, όπως συνέβη στην περίπτωση της Ελλάδας. Οι συνθήκες υπό τις οποίες συντελέστηκε η κατάρρευση, μέσα από τη στεγαστική φούσκα στις ΗΠΑ,είναι ταυτόσημες με τη «σκοτεινή» πλευρά του καπιταλισμού, που όμως δεν είναι άλλη από τη «σκοτεινή» πλευρά του ανθρώπου. Επτά χρόνια μετά μια ταινία του Χόλιγουντ ξύνει τις πληγές από τις πρακτικές που κορυφώθηκαν με τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, της τέταρτης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας στην ισχυρότερη οικονομία του κόσμου.
Αληθινά γεγονότα
Βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, όπως αυτά αποτυπώνονται στο ομώνυμο bestseller του πρώην εργαζόμενου στη Wall Street Μάικλ Λούις, η ταινία του Ανταμ Μακέι με τον τίτλο «The Big Short» («Το μεγάλο σορτάρισμα») αφηγείται πώς στη δεκαετία του 2000 τέσσερα αουτσάιντερ των χρηματοπιστωτικών κύκλων ήταν σε θέση να προβλέψουν τη στρεβλότητα της αγοράς ακινήτων, με αποτέλεσμα να ποντάρουν στην πτώση της, την ώρα που όλοι αγόραζαν σαν τρελοί, και τελικά να θησαυρίσουν.
Ενας αντικοινωνικός γιατρός, με ταλέντο στα μακροοικονομικά, ένας αθυρόστομος αναλυτής, ένα τραπεζικό στέλεχος το οποίο αξιοποίησε μια αποκλειστική πληροφορία, καθώς και δύο νεαροί μικροεπενδυτές, που έκτισαν επενδυτικό κεφάλαιο από το γκαράζ του σπιτιού τους, είναι οι πρωταγωνιστές μιας σπονδυλωτής ιστορίας, η οποία ξεκινά με την επινόηση των τίτλων ενυπόθηκων δανείων τη δεκαετία του 1970, για να καταλήξει στον σεισμό που προκάλεσε η κατάρρευση της αμερικανικής κτηματαγοράς το 2008, καθώς οι τιμές των κατοικιών εκτινάχθηκαν αρχικά σε δυσθεώρητα ύψη, για να καταρρεύσουν στη συνέχεια, συμπαρασύροντας την παγκόσμια οικονομία.
Το πρώτο Σαββατοκύριακο προβολής της η ταινία έφερε έσοδα 10 εκατ. δολάρια, όχι άσχημα για ένα σενάριο που κινείται ανάμεσα σε CDS (σ.σ.: Credit Default Swaps / τραπεζικά παράγωγα που προστατεύουν τον δανειστή σε περίπτωση αδυναμίας εξόφλησης ή κήρυξης πτώχευσης του οφειλέτη), CDOS (σ.σ.: Collateralized Debt Obligations / τραπεζικά παράγωγα που λειτουργούν ως διασφαλισμένες δανειακές υποχρεώσεις, “ελαφραίνοντας” τους ισολογισμούς των τραπεζών από εταιρικά δάνεια διαφόρων κατηγοριών κινδύνου) και MBS (σ.σ.: Mortgage Backed Securities / επενδυτικά ομόλογα που διασφαλίζονται με διάφορα είδη υποθήκης).
Το «The Big Short» άνοιξε εκ νέου τη συζήτηση στις ΗΠΑ κατά πόσο ήταν οι ενυπόθηκοι τίτλοι αυτοί καθαυτοί ή ευρύτερες οικονομικές δυνάμεις που λειτούργησαν ως κινητήρια δύναμη της κρίσης και κατά πόσο τιμωρήθηκαν επαρκώς οι ιθύνοντες της καταστροφής που στιγμάτισε την παγκόσμια οικονομία. Είναι ενδεικτικό το ντιμπέιτ που διοργάνωσε πριν από λίγες ημέρες στην Ουάσιγκτον το Ινστιτούτο Brookings, στο οποίο συμμετείχε μεταξύ άλλων ο σκηνοθέτης της ταινίας.
«Το σκεπτικό μου ήταν να μπορέσει να καταλάβει ακόμη και η 10χρονη κόρη μου τι ακριβώς συνέβη», λέει χαρακτηριστικά ο Μακέι, ο οποίος μιλά για «τεράστια πείνα των τραπεζών» εν μέσω των εξελίξεων που υπονόμευσαν την προοπτική της οικονομίας. «Κέρδος. Με ποιο κόστος; Πλούτος. Με ποιο κόστος;», διερωτάται, τασσόμενος υπέρ ενός ισχυρού κανονιστικού βραχίονα, ο οποίος θα περιορίζει τους κινδύνους που απορρέουν από αμφιλεγόμενες πρακτικές στον χρηματοπιστωτικό τομέα. «Το πρόβλημα δεν είναι οι τράπεζες. Το πρόβλημα είναι οι τράπεζες που θέτουν τους δικούς τους κανόνες για να κοροϊδέψουν το σύστημα» τονίζει ο σκηνοθέτης.
«Σύνθετο τζογάρισμα»
«Δεν είμαι σίγουρος ότι οι τράπεζες κατάλαβαν πραγματικά τι συνέβη. Δεν θέλω να τις απενοχοποιήσω, αλλά ήταν όλα τόσο μεγάλα κι έγιναν τόσο γρήγορα. Δεν είχαν συνειδητοποιήσει πόσο σύνθετο ήταν το τζογάρισμα που βρισκόταν σε εξέλιξη εκείνη την περίοδο στην αγορά» διαπιστώνει από την πλευρά του ο συνιδρυτής του Seawolf Capital Ντάνι Μόουζες, υπαρκτό πρόσωπο στην υπόθεση, το οποίο «πρόσφερε» έναν από τους ρόλους στην ταινία του Μακέι.
Ο ίδιος είχε ταξιδέψει σε περιοχές όπως το Μαϊάμι, προκειμένου να διαπιστώσει εγκαίρως και από κοντά τι συνέβαινε με την αγορά ακινήτων. Άνεργοι που έχαναν τα σπίτια τους και ζούσαν σε αυτοκίνητα, ανέμελοι εκπρόσωποι funds που δάνειζαν χωρίς κριτήριο -για την ακρίβεια, χωρίς αύριο- και χορεύτριες σε στριπ κλαμπ με δάνεια έως και για πέντε σπίτια δεν είχαν παρά να τον πείσουν για την καταιγίδα που ερχόταν.
«Ηλιθιότητα ή απάτη;» διερωτάται ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές σε μία από τις σκηνές της ταινίας, για να λάβει μια αφοπλιστική απάντηση με ισχυρή δόση αμερικάνικου χιούμορ: «Πες μου τη διαφορά ανάμεσα στην ηλιθιότητα και στην απάτη και θα βάλω να συλλάβουν τον αδερφό της γυναίκας μου».
H λεπτή αυτή διαχωριστική γραμμή τέθηκε επί τάπητος στο πάνελ του Brookings. «Όταν σε τέτοιες περιπτώσεις ακούει και σκέφτεται κανείς περί συνωμοσίας παγκόσμιων δυνάμεων, θα πρέπει να θυμάται πάντα ότι οι αγορές δρουν μέσω ανθρώπινων όντων. Υπάρχουν παράγοντες που δεν μπορείς να τους εξηγείς με οικονομικούς όρους. Γιατί κάποιες φορές οι στεγαστικές φούσκες δεν προκαλούν κρίση και κάποιες άλλες φορές το κάνουν; Εξαιτίας του ανθρώπινου παράγοντα. Οι αγορές είναι άνθρωποι» αναφέρει χαρακτηριστικά ο επικεφαλής οικονομικού σχολιασμού της «Wall Street Journal» Κρεγκ Ιπ, σημειώνοντας ότι οι επιχειρηματίες που βρίσκονταν πιο κοντά στο σύστημα των στεγαστικών δανείων έχασαν και τα περισσότερα χρήματα, τις δουλειές και τις εταιρείες τους.
Παραμένουν τα κίνητρα
Ο ίδιος, πάντως, θα ήθελε από την ταινία να είχε φωτίσει περισσότερο πτυχές όπως το γιατί είχαν φτάσει τόσο χαμηλά τα επιτόκια στην αγορά. Το ζήτημα είναι ότι σήμερα τα CDOS δεν απειλούν το σύστημα, ωστόσο, παραμένουν τα κίνητρα για αντίστοιχα φαινόμενα ασυδοσίας. Ως εκ τούτου, «ακόμη και σήμερα οι παίκτες του χρηματοπιστωτικού τομέα όταν βλέπουν κάτι στη Wall Street το “σκοτώνουν” με πάρα πολύ κεφάλαιο».
Μια άλλη διάσταση δίνει ο Senior Fellow του τμήματος Economic Studies του Ινστιτούτου Brookings Ντόναλντ Κον, εκφράζοντας την άποψη ότι ο καθοριστικός παράγοντας για την κρίση του 2008 ήταν το γεγονός ότι είχαν μεσολαβήσει 25 χρόνια ευημερίας, με ελάχιστες περιόδους ύφεσης και συνεχή άνοδο των στεγαστικών τιμών, γεγονός που οδήγησε στην υποτίμηση του κινδύνου. «Η φούσκα ήταν ορατή, αλλά υποτιμήθηκαν σημαντικά οι πιθανότητες κατάρρευσης. Πίστευαν όλοι πως θα γινόταν ό,τι και επί 25 χρόνια. Δηλαδή τίποτα».
Οι επιπτώσεις
Το 2009 η παγκόσμια οικονομία κατέγραψε αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης για πρώτη φορά στη μεταπολεμική περίοδο. Στην Ευρώπη τη μεγαλύτερη ύφεση παρουσίασαν οι περισσότερο ανοικτές οικονομίες, που επλήγησαν ιδιαίτερα από τη ραγδαία πτώση του παγκόσμιου εμπορίου (-10,7% το 2009), αν και ήταν επίσης αυτές που ευνοήθηκαν πρωτίστως από την ανάκαμψη που ξεκίνησε το 2010.
Ευρύτερα, οι χώρες που είχαν σε γενικές γραμμές υγιή βασικά οικονομικά κατάφεραν να επιστρέψουν σύντομα σε τροχιά ανάπτυξης, σε αντίθεση με τις χώρες που παρουσίαζαν μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες και τελικά χρειάστηκαν εξωτερική οικονομική βοήθεια.
Ο αντίκτυπος στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση μεταλλάχθηκε σύντομα σε κρίση δημόσιου χρέους. Οι αγορές άρχισαν να επανεκτιμούν τον πιστωτικό κίνδυνο που δεν απέκλειε τη χρεοκοπία της χώρας έως ότου κατέστησαν απαγορευτικούς τους όρους δανεισμού.
Είναι χαρακτηριστική η ατάκα του Μπραντ Πιτ στην ταινία «Το μεγάλο σορτάρισμα», στον ρόλο ενός αποσυρμένου ως αηδιασμένου παράγοντα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τον οποίο επιστράτευσαν οι δύο νεαροί και διψασμένοι μικροεπενδυτές για να τους βοηθήσει να σορτάρουν. «Χτυπάει την Ευρώπη. Ελλάδα και Ιρλανδία έχουν τελειώσει. Η Ισπανία παραπαίει», λέει χαρακτηριστικά στο τηλέφωνο, καθώς έμπαινε το σύστημα στο μάτι του κυκλώνα.
Τράπεζες που δάνειζαν χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Απλοί πολίτες διψασμένοι για στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο. Οίκοι αξιολόγησης που χάριζαν υψηλές βαθμολογίες για να μη χάσουν τους πελάτες τους. Η απληστία και η ματαιοδοξία, ενίοτε σε συνδυασμό με την άγνοια ως προς τις τελικές επιπτώσεις τους, είναι σε θέση να δημιουργούν τέρατα.
Όπως τονίζει και ο Senior Fellow του τμήματος Economic Studies του Ινστιτούτου Brookings Ντόναλντ Κον, «υπάρχουν καλοί και κακοί τραπεζίτες». Το ζήτημα είναι «να υπάρχουν οι κανόνες εκείνοι που θα ελέγχουν το τοπίο». Κατά τη γνώμη του, μετά την κρίση του 2008 υπήρξε πρόοδος σε αυτό το επίπεδο. Όμως όχι επαρκής. Σίγουρα, πάντως, δεν υπήρξαν οι δέουσες κυρώσεις στους κύριους ιθύνοντες αυτής της κρίσης, υποστηρίζει ο Ανταμ Μακέι, δίνοντας έναυσμα για τη δημόσια συζήτηση στις ΗΠΑ.