Πού τοποθετούν οι μεγάλες πετρελαϊκές τα κέρδη τους, ύψους 150 δισ. δολαρίων;
Προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Franklin D. Roosevelt συμμετείχε σε μια μοιραία συνάντηση παγκόσμιων ηγετών, που συνέβαλε στον καθορισμό της πορείας της γεωπολιτικής για δεκαετίες. Όχι, όχι στη Διάσκεψη της Γιάλτας. Αμέσως μόλις ο Roosevelt, ο Churchill και ο Stalin μοίρασαν τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής, ο Αμερικανός πρόεδρος αποχώρησε με ένα σκάφος του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ για να συναντηθεί αθόρυβα με τον Abdel Aziz ibn Saud, βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας. Ως αντάλλαγμα για την προστασία της κυριαρχίας των Saud στους Αγίους Τόπους, ο μονάρχης συμφώνησε να παραχωρήσει στις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες πρόσβαση στο πετρέλαιο της χώρας του.
Βασιζόμενη στη μακροχρόνια εκμετάλλευση των περσικών αποθεμάτων από την Αγγλο-Περσική Εταιρεία Πετρελαίου (σήμερα ΒΡ), η σαουδαραβική-αμερικανική συμμαχία αποτέλεσε τον πετρελαϊκό άξονα που οδήγησε τις δυτικές μεγάλες εταιρείες να στρέψουν με λαχτάρα το βλέμμα τους πρώτα στον Περσικό Κόλπο και στη συνέχεια σε άλλα μακρινά γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Επί δεκαετίες, οι πέντε μεγαλύτερες ιδιωτικές πετρελαϊκές εταιρείες του κόσμου -οι αμερικανικές ExxonMobil και Chevron, οι βρετανικές ΒΡ και Shell και η γαλλική TotalEnergies- πραγματοποιούσαν γεωτρήσεις από τη Νότια Αμερική έως τη Σιβηρία. Τώρα, μια δίνη γεωπολιτικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων οδηγεί αυτούς τους πετρελαϊκούς κολοσσούς να κοιτάζουν όλο και περισσότερο, όχι ανατολικά και δυτικά, αλλά βόρεια και νότια.
Η αλλαγή κατεύθυνσης έρχεται καθώς τα ταμεία των πετρελαϊκών γιγάντων ξεχειλίζουν έπειτα από δύο χρόνια εξαιρετικά υψηλών τιμών ενέργειας. Στις 2 Φεβρουαρίου η Shell παρουσίασε ετήσια καθαρά κέρδη για το 2022 ύψους 42 δισ. δολαρίων, υπερδιπλάσια από το προηγούμενο έτος και τα υψηλότερα εδώ και πάνω από έναν αιώνα ως εισηγμένη στο Χρηματιστήριο. Αυτό συνέβη μετά την ανακοίνωση της ExxonMobil για ετήσια καθαρά κέρδη-ρεκόρ ύψους 56 δισ. δολαρίων. Η κυριότερη εγχώρια ανταγωνίστριά της, η Chevron, ανακοίνωσε ότι τα δικά της καθαρά κέρδη υπερδιπλασιάστηκαν, στα 37 δισ. δολάρια. Η ΒΡ και η TotalEnergies ανακοίνωσαν κι αυτές τα κέρδη τους στις 7 και 8 Φεβρουαρίου, αντίστοιχα.
Συνολικά, οι πέντε αυτοί κολοσσοί αποκόμισαν πέρυσι κέρδη ύψους περίπου 150 δισ. δολαρίων και θα μπορούσαν να αποκομίσουν άλλα τόσα το 2023. Τον Ιανουάριο η ExxonMobil δήλωσε ότι φέτος και του χρόνου θα μοιράσει συνολικά 35 δισ. δολάρια στους ιδιοκτήτες της. Μέρος των εσόδων θα διατεθεί για την αποπληρωμή του χρέους, ενώ μεγάλο μέρος των υπολοίπων θα επανεπενδυθεί.
Έπειτα από αρκετά χρόνια ανύπαρκτων επενδύσεων στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, αποτέλεσμα της καταστροφικής υποχώρησης της ζήτησης εξαιτίας της πανδημίας και των εχθρικών πολιτικών που σχετίζονται με το κλίμα, οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες ρίχνουν ξανά χρήμα για να βρουν και να εξορύξουν πετρέλαιο. Η S&P Global, μια εταιρεία ερευνών, εκτιμά ότι πέρυσι οι παγκόσμιες κεφαλαιουχικές δαπάνες για τον κλάδο στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων ιδιωτικών και των εθνικών πετρελαϊκών εταιρειών, ήταν περίπου 450 δισ. δολάρια, από το χαμηλό της 15ετίας των 350 δισ. δολαρίων περίπου το 2020. Φέτος ενδέχεται να είναι ακόμα υψηλότερες.
Αλλαγή επενδυτικής πορείας
Όλα αυτά τα νέα χρήματα δεν ρέουν στα ίδια παλιά μέρη. Οι πετρελαϊκοί τιτάνες της Δύσης βιώνουν «μια θεμελιώδη αλλαγή στον τρόπο σκέψης», λέει ο Edward Morse της τράπεζας Citigroup. Οι αμερικανικές εταιρείες υποχωρούν από τις μακρινές «παραμεθόριες» περιοχές, που ενέχουν μεγάλο πολιτικό ρίσκο, διαθέτουν ελλιπείς υποδομές για τη διοχέτευση των υδρογονανθράκων στην αγορά όσο το δυνατόν πιο καθαρά, ή και τα δύο. Οι λιγότερο ριψοκίνδυνοι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές τους αποφεύγουν ορισμένα από τα δικά τους αμερικανικά projects προς όφελος της Αφρικής, με δυνατότητες για νέες εξελίξεις, φιλικότερες προς το κλίμα. Και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα είναι η ανακατεύθυνση των πετρελαϊκών επιχειρήσεων κατά μήκος των γεωγραφικών γραμμών.
Για τους αμερικανικούς πετρελαϊκούς κολοσσούς, αυτό σημαίνει λιγότερο ενδιαφέρον εκτός της αμερικανικής ηπείρου. Η ExxonMobil, όπως και οι περισσότερες δυτικές εταιρείες, εγκατέλειψε τη Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία. Έχει επίσης ξεφορτωθεί -ή θέλει να ξεφορτωθεί- περιουσιακά στοιχεία σε χώρες όπως το Καμερούν, το Τσαντ, η Ισημερινή Γουινέα και η Νιγηρία. Η Chevron πούλησε projects στη Βρετανία και τη Δανία (αλλά και στη Βραζιλία) και δεν ανανέωσε τις παραχωρήσεις που λήγουν στην Ινδονησία και την Ταϊλάνδη.
Ο James West, της επενδυτικής τράπεζας Evercore, βλέπει ότι η Chevron και η ExxonMobil μεταφέρουν ένα τεράστιο ποσό κεφαλαιουχικών δαπανών στη Νότια Αμερική και στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ExxonMobil επενδύει σε μεγάλο βαθμό σε νέα κοιτάσματα στη Γουιάνα. Φέτος, η Chevron σκοπεύει να διοχετεύσει περισσότερο από το ένα τρίτο των κεφαλαιουχικών της δαπανών στον αμερικανικό σχιστόλιθο και άλλο ένα 20% στον Κόλπο του Μεξικού. Τον περασμένο μήνα, επίσης, με τις ευλογίες του προέδρου Joe Biden, ξεκίνησε εκ νέου την εμπορία κάποιου αργού από τη Βενεζουέλα, μια δικτατορία που βρισκόταν επί μακρόν στην αμερικανική λίστα των «κακών παιδιών».
Οι ευρωπαϊκοί πετρελαϊκοί τιτάνες μειώνουν επίσης την έκθεσή τους ανατολικά και δυτικά. Η ΒΡ και η Shell, όπως και η ExxonMobil, εγκαταλείπουν τη Ρωσία, οδηγούμενες σε απομειώσεις ύψους 25 δισ. και 5 δισ. δολαρίων αντίστοιχα. Η Shell ξεφορτώθηκε επίσης τα σχιστολιθικά περιουσιακά της στοιχεία στο Τέξας και φέρεται να έθεσε προς πώληση μερικά στον Κόλπο του Μεξικού. Η ΒΡ αποχωρίζεται τα πετρελαϊκά περιουσιακά της στοιχεία στο Μεξικό και αναμένεται να αποχωρήσει από την Ανγκόλα, το Αζερμπαϊτζάν, το Ιράκ, το Ομάν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η TotalEnergies αποσύρεται από τις πετρελαϊκές άμμους του Καναδά.
Αντιθέτως, το βλέμμα των Ευρωπαίων, όπως και των Αμερικανών αντιπάλων τους, στρέφεται προς τον Νότο. Τον Ιανουάριο, ο Claudio Descalzi, επικεφαλής του ιταλικού κολοσσού Eni, κάλεσε την Ευρώπη, η οποία προσπαθεί να αντικαταστήσει τη ρωσική ενέργεια, να κοιτάξει προς την Αφρική. Ένας τέτοιος «άξονας Νότου – Βορρά», υποστήριξε, θα ενίσχυε την πρόσβαση της Ευρώπης στα παραδοσιακά ορυκτά καύσιμα, αλλά και σε καθαρότερες εναλλακτικές λύσεις, όπως οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και το υδρογόνο (που θα μπορούσαν να μεταφερθούν ή να διοχετευθούν με αγωγούς προς τον Βορρά). Στις 28 Ιανουαρίου η Eni ανακοίνωσε ότι υπέγραψε συμφωνία φυσικού αερίου ύψους 8 δισ. δολαρίων με την κρατική εταιρεία National Oil Corporation της Λιβύης (η οποία περιλαμβάνει και κάποια ελάχιστα χρήματα για τη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα). Η Shell και η Equinor, η κρατική πετρελαϊκή εταιρεία της Νορβηγίας, υπέγραψαν συμφωνία με την Τανζανία για την κατασκευή τερματικού σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου αξίας 30 δισ. δολαρίων σε αυτήν τη χώρα της Ανατολικής Αφρικής. Η TotalEnergies επενδύει σε έργα φυσικού αερίου στη Μοζαμβίκη και τη Νότια Αφρική.
Δύο είναι οι βασικοί λόγοι γι’ αυτήν την αναδιοργάνωση. Ο πρώτος, που αποτελεί κύριο μέλημα των Αμερικανών, έχει να κάνει με τους κινδύνους και τις αποδόσεις. Σε προηγούμενες εποχές υψηλών τιμών πετρελαίου τα αφεντικά των πετρελαϊκών εταιρειών ξόδευαν, σύμφωνα με τα λόγια ενός από αυτά, «σαν μεθυσμένοι ναυτικοί». Οι υπερβολικές επενδύσεις και ο ελλιπής έλεγχος του κόστους στην εποχή των παχιών αγελάδων οδήγησαν σε τεράστια σπατάλη και υπερπαραγωγή. Στα χρόνια πριν από την πανδημία, τα πετρελαϊκά projects από την Κασπία Θάλασσα μέχρι τη λεκάνη του Περμίου έχασαν δισεκατομμύρια δολάρια. Δεκάδες δισεκατομμύρια σε αξία για τους μετόχους έγιναν καπνός.
Αυτές τις μέρες οι επενδυτές απαιτούν πολύ μεγαλύτερη κεφαλαιακή πειθαρχία από τα αφεντικά του πετρελαίου -και τα αφεντικά ακούνε. Οι συνδυασμένες κεφαλαιουχικές δαπάνες του κλάδου, αν και αυξήθηκαν από την πρόσφατη πτώση τους, εξακολουθούν να είναι μειωμένες σε σχέση με την κορύφωση των σχεδόν 800 δισ. δολαρίων το 2014. Όσο για τα χρήματα που ξοδεύουν οι κολοσσοί, αυτά χρησιμοποιούνται πιο συνετά. Τα περισσότερα από αυτά πηγαίνουν σε επενδύσεις «βραχυπρόθεσμου κύκλου», οι οποίες αποφέρουν απόδοση εντός πέντε ετών και όχι εντός δέκα ή περισσότερων. «Βρίσκομαι σε αυτόν τον κλάδο από τη δεκαετία του 1990 και δεν έχω ξαναδεί τόση έμφαση στην αποδοτικότητα», δηλώνει η Julie Wilson της εταιρείας συμβούλων Wood Mackenzie. Αυτή η επιδίωξη για αποδοτικότητα σημαίνει λιγότερα ριψοκίνδυνα στοιχήματα σε αφιλόξενους τόπους, όπως η Αρκτική ή ο βυθός των ωκεανών, και περισσότερα έργα σε οικείες δικαιοδοσίες, με λιγότερο τρομακτικές πολιτικές και γεωλογικές συνθήκες.
Για τις αμερικανικές επιχειρήσεις, φυσικά, πουθενά δεν είναι πιο οικεία από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παράλληλα, καταλαβαίνουν τη Νότια Αμερική. Και τα μέρη της αυλής τους που γνωρίζουν λιγότερο καλά, όπως η Γουιάνα, της οποίας ο από παλιά φημολογούμενος πετρελαϊκός πλούτος επιβεβαιώθηκε μόλις το 2015, μπορεί επίσης να είναι, «αντι-διαισθητικά», λιγότερο πολιτικά επικίνδυνα με σημαντικούς τρόπους. Σε αντίθεση με τους ομολόγους τους σε πολλές «καταραμένες» εξαιτίας των πόρων τους απολυταρχίες, οι οποίοι δεν μπορούν να φανταστούν ένα μέλλον χωρίς πετρέλαιο, οι πολιτικοί σε μέρη με πόρους που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα είναι πιο επιφυλακτικοί για τις προοπτικές τους. Ως αποτέλεσμα, τείνουν να προσφέρουν πιο ευνοϊκούς όρους στις πετρελαϊκές εταιρείες, προκειμένου οι υδρογονάνθρακες να φτάσουν ταχύτερα στην αγορά. Στη Γουιάνα, η ExxonMobil προχώρησε από την πρώτη ανακάλυψη πετρελαίου σε βαθιά νερά στην παραγωγή μέσα σε μόλις δύο χρόνια.
Για τους Ευρωπαίους, οι αφρικανικές χώρες, οι οποίες συχνά διατηρούν λογικές σχέσεις με τις πρώην αποικιοκρατικές τους δυνάμεις, φαίνονται ελκυστικές για τον ίδιο λόγο. Όσον αφορά την απομάκρυνσή τους από την Αμερική, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αρχίζουν να αισθάνονται άβολα για τη σύνδεσή τους με την αμερικανική πετρελαϊκή βιομηχανία και την αμετανόητα εγωκεντρική της προσέγγιση. Το 2021 η TotalEnergies αποσύρθηκε από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου λόγω της αντίθεσης της ομάδας πίεσης στις επιδοτήσεις για τα ηλεκτρικά οχήματα, την τιμολόγηση του άνθρακα και τους αυστηρότερους κανόνες για τις εκπομπές μεθανίου, ενός καταλυτικού αερίου του θερμοκηπίου.
Με τον τρόπο αυτόν, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη πίεση από τους καταναλωτές, τους φορείς χάραξης πολιτικής και τους επενδυτές να αρχίσουν να προχωρούν σε απεξάρτηση των χαρτοφυλακίων τους από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα -ο μεγάλος λόγος των Ευρωπαίων για τη γεωγραφική αναδιάταξη. Αναζητούν νέα μέρη για να επενδύσουν, επειδή οι επενδύσεις αυτές, οι οποίες χρησιμοποιούν την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, τείνουν να είναι πιο αποτελεσματικές και λιγότερο ενεργοβόρες ως προς τον άνθρακα σε σχέση με τα παλαιά περιουσιακά στοιχεία, που βασίζονται σε λιγότερο στεγανές, γερασμένες υποδομές. Επιπλέον, οι πετρελαϊκές εταιρείες, ιδίως στην Ευρώπη, κοιτάζουν πέραν των ορυκτών καυσίμων. Ο James Thompson της τράπεζας JPMorgan Chase διαπίστωσε ότι η ιστορική συσχέτιση μεταξύ των υψηλών τιμών του πετρελαίου και των υψηλών κεφαλαιουχικών δαπανών στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο έχει σταματήσει να υφίσταται για 11 μεγάλους ενεργειακούς κολοσσούς του ιδιωτικού τομέα -ένα φαινόμενο που αποδίδει εν μέρει στο ότι οι μεγάλες εταιρείες διοχετεύουν περισσότερα χρήματα σε έργα χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Τέτοια έργα όντως πολλαπλασιάζονται, ιδίως μεταξύ των ευρωπαϊκών εταιρειών -και μάλιστα σε πολλά από τα ίδια μέρη, με τα νέα τους εγχειρήματα για υδρογονάνθρακες. Τον περασμένο Μάιο, η Eni συνήψε συμφωνία με τη Sonatrach, την κρατική πετρελαϊκή εταιρεία της Αλγερίας, για την ανάπτυξη «πράσινου» υδρογόνου από ανανεώσιμες πηγές. Η ΒΡ κάνει το ίδιο στη Μαυριτανία και η TotalEnergies έχει υποστηρίξει την παραγωγή ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές στη Νότια Αφρική. Κοιτάζοντας βόρεια, πέρυσι η Shell πλήρωσε σχεδόν 2 δισ. δολάρια για τη Nature Energy, μια δανική εταιρεία παραγωγής «ανανεώσιμου» φυσικού αερίου (RNG), που παράγεται από πράγματα όπως τα γεωργικά απόβλητα. Ο Oswald Clint της Bernstein, χρηματιστής, προβλέπει «μια εποχή μεγάλων συγχωνεύσεων» στην «πράσινη» ενέργεια, με επικεφαλής τους ευρωπαϊκούς τιτάνες. Μόνο πέρυσι, οι μεγάλοι πετρελαϊκοί όμιλοι υπέγραψαν 22 συμφωνίες για Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, οι πέντε μεγαλύτερες από τις οποίες ανήλθαν σε 12 δισ. δολάρια. Ο κ. Clint εκτιμά ότι το 2030 οι ευρωπαϊκοί κολοσσοί θα μπορούσαν, συνολικά, να δαπανήσουν περίπου το ήμισυ των κεφαλαιουχικών τους δαπανών για πρωτοβουλίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Κάθετη ολοκλήρωση
Η αναδιάταξη των μεγάλων εταιρειών σε Βορρά – Νότο δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Η ΒΡ εξακολουθεί να πραγματοποιεί ορισμένες επενδύσεις στον Κόλπο του Μεξικού και τον Δεκέμβριο ολοκλήρωσε την εξαγορά της Archaea, μιας αμερικανικής εταιρείας παραγωγής «ανανεώσιμου» φυσικού αερίου (RNG), έναντι 4,1 δισ. δολαρίων. Η Shell και η TotalEnergies ποντάρουν στο LNG του Κατάρ. Η ExxonMobil διπλασιάζει τις επενδύσεις της σε ένα έργο φυσικού αερίου στη Μοζαμβίκη. Η Chevron επεκτείνει ένα έργο πετρελαίου στο Καζακστάν και, σύμφωνα με πληροφορίες, αναζωπυρώνει τις συνομιλίες με την κυβέρνηση της Αλγερίας σχετικά με τα τεράστια σχιστολιθικά αποθέματα της χώρας. Ωστόσο, αυτά τα εγχειρήματα μοιάζουν όλο και περισσότερο με εξαιρέσεις, παρά με τον κανόνα. Το μέλλον της ενεργειακής εξερεύνησης φαίνεται πολύ πιο λιτό, λίγο πιο «πράσινο» -και πολύ πιο εστιασμένο στο γεωγραφικό μήκος.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.