Πετρέλαιο: Αβεβαιότητα, μεταβλητότητα και τιμή στα 70 δολάρια βλέπουν οι αναλυτές
Ανάκαμψη των τιμών του πετρελαίου, η οποία όμως μπορεί να υπονομευτεί από τα σημαντικά ρίσκα και την έντονη μεταβλητότητα που δημιουργούν οι γεωπολιτικές και μακροοικονομικές αβεβαιότητες, βλέπουν οι αναλυτές για το 2019. Κατά μέσο όρο οι προβλέψεις τοποθετούν την τιμή του Brent στα επίπεδα των 68 έως 73 δολαρίων το βαρέλι, τη στιγμή που η τρέχουσα τιμή κυμαίνεται κάτω από τα 55 δολάρια. Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά παραδέχονται ότι υπάρχουν σοβαροί αστάθμητοι οικονομικοί αλλά και γεωπολιτικοί παράγοντες που μπορεί να διαφοροποιήσουν τα δεδομένα και να ανατρέψουν την εικόνα της αγοράς.
Ως κύριες συνισταμένες της διαμόρφωσης των τάσεων της αγοράς για το επόμενο 12μηνο θεωρούνται η πολιτική που θα ακολουθήσει το καρτέλ των πετρελαιοπαραγωγών του ΟΠΕΚ, η στάση που θα τηρήσουν οι Αμερικανοί παραγωγοί shale oil αλλά και η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, που θα επηρεάσει σημαντικά τη ζήτηση.
Εάν έχει αλλάξει κάτι σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, είναι ότι, εκτός από την προσφορά, που σε σημαντικό βαθμό επηρεάζεται από τις πολιτικές αποφάσεις των πετρελαιοπαραγωγών που προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ της διατήρησης του μεριδίου τους στην αγορά και των τιμών, είναι ότι και η ζήτηση πλέον, με την απειλή της περαιτέρω κλιμάκωσης του εμπορικού πολέμου, μπορεί να επηρεαστεί σε σημαντικό βαθμό από τις γεωπολιτικές ισορροπίες και στρατηγικές.
Στο πνεύμα αυτό, η χρονιά ξεκινά με την εφαρμογή από πλευράς ΟΠΕΚ και Ρωσίας των νέων μειώσεων στην παραγωγή, που αποσκοπούν στο να αφαιρέσουν περίπου 1,2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα από τις αγορές. Υπενθυμίζεται ότι οι παραγωγοί ξεκίνησαν να θέτουν ανώτατο όριο στην παραγωγή από τον Ιανουάριο του 2017, ωστόσο το περασμένο καλοκαίρι, εν όψει των αμερικανικών κυρώσεων στο Ιράν, ανέβασαν ρυθμούς. Η πορεία διόρθωσης της αγοράς ενισχύεται και από τον Καναδά, καθώς η συμφόρηση στους αγωγούς μεταφοράς πετρελαίου οδήγησε τις Aρχές στην απόφαση να δώσουν εντολή για μείωση της παραγωγής κατά 325.000 βαρέλια την ημέρα, με στόχο να απομειωθούν τα αποθέματα στους αποθηκευτικούς χώρους.
Ωστόσο, από τα μέσα του έτους αναμένεται ανάκαμψη της παραγωγής πετρελαίου από τις ΗΠΑ, που εκτιμάται ότι θα ασκήσει πτωτική πίεση στις τιμές του, ιδιαίτερα όταν ολοκληρωθεί η κατασκευή των νέων αγωγών, που θα φέρει στις διεθνείς αγορές περισσότερο σχιστολιθικό πετρέλαιο από τη λεκάνη Permian.
Παράγοντας αβεβαιότητας είναι η στάση που θα τηρήσει η Ουάσινγκτον σε σχέση με τις νέες κυρώσεις σε βάρος του Ιράν. Εάν δεν υπάρξει κάποια σημαντική ανατροπή, οι εξαγωγές αργού από την Τεχεράνη αναμένεται να μειωθούν περαιτέρω από τον Μάιο.
Ακόμα πιο καθοριστικός παράγοντας για το τοπίο της αγοράς του “μαύρου χρυσού”, πάντως, θα είναι η πορεία της ζήτησης. Οι προβλέψεις για την πορεία του παγκόσμιου ΑΕΠ φαίνεται να υποστηρίζουν το ανοδικό σενάριο, ωστόσο και εδώ υπάρχει το μεγάλο ερωτηματικό του εμπορικού πολέμου Κίνας – Ηνωμένων Πολιτειών. Ενδεχόμενη επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Κίνα θα έχει σοβαρή επίπτωση και στις ενεργειακές αγορές, με δεδομένο ότι η κινεζική ζήτηση αποτελεί κινητήριο μοχλό για την αγορά του πετρελαίου.
Το ανοδικό σενάριο
Το βασικό ανοδικό σενάριο των αναλυτών προβλέπει ότι η αγορά του πετρελαίου και οι τιμές θα πιεστούν προς τα πάνω, εφόσον συνεχιστεί η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Οι τιμές θα κινηθούν ανοδικά, υπό τον όρο ότι αφενός θα συνεχιστούν οι μειώσεις της παραγωγής του ΟΠΕΚ και αφετέρου δεν θα υπάρξει επιδείνωση των μακροοικονομικών συνθηκών.
Η τελευταία δημοσκόπηση του Bloomberg μεταξύ 24 αναλυτών της αγοράς πετρελαίου βλέπει κατά μέσο όρο το πετρέλαιο στα 70 δολάρια, την ώρα που η μέση τιμή του 2018 ήταν στα επίπεδα των 72 δολαρίων, αν και το 2018 έκλεισε με σημαντική πτώση για το Βrent στα 53,8 δολάρια το βαρέλι.
Άνοδο των τιμών βλέπει για τις αρχές του έτους η Goldman Sachs, ενώ και η RBC Capital υποστηρίζει ότι οι τιμές βρίσκονται πλησίον του κατώτατου σημείου του πτωτικού κύκλου, τουλάχιστον από την άποψη των θεμελιωδών μεγεθών.
Οι πιο bullish προβλέψεις προέρχονται από την J.P. Morgan Chase, την Barclays και τη Raymond James, που τοποθετούν τη μέση τιμή του Brent για το 2019 στα 72 έως και 72,6 δολάρια/βαρέλι, ενώ, στον αντίποδα, η πλέον bearish πρόβλεψη προέρχεται από τη Citi, στα 60 δολάρια.
Αντίστοιχα, για το αμερικανικό αργό η υψηλότερη τιμή προέρχεται επίσης από την J.P. Morgan Chase, στα 66,4 δολάρια ανά βαρέλι, ενώ η Barclays ποντάρει στα 65 δολ. και η UBS στα 63 δολάρια/βαρέλι. Σταθερά πιο συντηρητική στις εκτιμήσεις της, η Citi τοποθετεί το βασικό της σενάριο στα 49 δολάρια το βαρέλι για το αμερικανικό αργό.
Τονίζεται ότι οι χαμηλές τιμές ευνοούν τους καταναλωτές αλλά και τις οικονομίες που εξαρτώνται από εισαγωγές ενέργειας, ενώ, αντίθετα, οι υψηλές τιμές είναι καλή είδηση για τους παραγωγούς και τις πετρελαϊκές.
Citi, Barclays, UBS: Τα διαφορετικά σενάρια τριών μεγάλων οίκων
Η “απαισιόδοξη” Citi
Το βασικό σενάριο των αναλυτών της Citi προβλέπει υποτονική έως πτωτική κίνηση για τις τιμές του πετρελαίου στο πρώτο μισό του 2019, υιοθετώντας μια πιο συντηρητική προσέγγιση. Όσο οι παραδοσιακοί παραγωγοί του ΟΠΕΚ θα προσπαθούν να υποστηρίξουν τις τιμές με μειώσεις της παραγωγής, τόσο θα δημιουργούν χώρο στους Αμερικανούς παραγωγούς σχιστολιθικού πετρελαίου. Στο ίδιο κεντρικό σενάριο του οίκου, τα παγκόσμια αποθέματα θα συνεχίσουν να αυξάνονται μέχρι τα μέσα του 2019, ενώ στις ΗΠΑ η ολοκλήρωση της κατασκευής των νέων αγωγών μεταφοράς πετρελαίου αναμένεται να περιορίσει τη συμφόρηση, να βοηθήσει στις εξαγωγές και να οδηγήσει σε μείωση των αμερικανικών αποθεμάτων. Η στρατηγική του ΟΠΕΚ για μειώσεις αναμένεται να επηρεάσει, σύμφωνα με τον οίκο, περισσότερο τις τιμές του Brent, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
Καθώς οι προηγούμενες προβλέψεις για μείωση των τιμών στα επίπεδα των 60 δολαρίων επιβεβαιώθηκαν πρόωρα, πλέον η Citi βλέπει τις τιμές του Βrent να εμφανίζουν διακύμανση στα επίπεδα των 55 έως 65 δολαρίων μέχρι το τέλος του 2019, με μέση τιμή στα 60 δολάρια. Η έκθεση, πάντως, του οίκου περιλαμβάνει και δύο λιγότερο πιθανά σενάρια: το πτωτικό, σε περίπτωση που δεν εφαρμοστούν οι περικοπές στην παραγωγή του ΟΠΕΚ και το οποίο μπορεί να οδηγήσει στα επίπεδα των 40 δολαρίων το βαρέλι μέχρι το τέλος του 2019, αλλά και το ανοδικό, σε περίπτωση που υπάρξει συμφωνία για περαιτέρω μειώσεις, που μεταφράζεται σε επιστροφή των τιμών στα επίπεδα των 70-80 δολαρίων το βαρέλιο. Αυτό το σενάριο μεταφράζεται σε περαιτέρω μείωση του μεριδίου του ΟΠΕΚ και ενίσχυση της αμερικανικής παραγωγής.
Η “αισιόδοξη” Barclays
Όσο αδικαιολόγητες με βάση τα θεμελιώδη της αγοράς πετρελαίου ήταν οι τιμές του Βrent στα 85 δολάρια, άλλο τόσο είναι και στα επίπεδα των 60 δολαρίων, εκτιμά από την πλευρά της η Barclays, η οποία επαναβεβαιώνει την πρόβλεψή της για μέση τιμή του “μαύρου χρυσού” στα 72 δολάρια το βαρέλι για το 2019. Βασική προϋπόθεση θα είναι η ευελιξία από πλευράς ΟΠΕΚ και Ρωσίας, προκειμένου να διευκολυνθεί η ώθηση στην πλευρά της προσφοράς, με στόχο να επανέλθει η ισορροπία από το μεγάλο πλεόνασμα που παρατηρήθηκε πρόσφατα.
Την ανοδική κίνηση των τιμών θα ευνοήσουν, σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, πιθανές μειώσεις στην παραγωγή των ΗΠΑ, ενδεχόμενη μεγαλύτερη του αναμενομένου ανάπτυξη της ζήτησης και περαιτέρω προβλήματα στο κομμάτι της προσφοράς (κυρίως από το Ιράν, τη Βενεζουέλα, το Ιράκ, τη Νιγηρία και τη Λιβύη).
Στον αντίποδα, πίεση προς τα κάτω μπορεί να ασκηθεί για τις τιμές του πετρελαίου από ενδεχόμενη υπεραπόδοση της εκτός ΟΠΕΚ παραγωγής, και κυρίως των ΗΠΑ, από χαμηλότερη του αναμενομένου ανάπτυξη της ζήτησης, αλλά και από την ανησυχία για περαιτέρω ένταση του εμπορικού πολέμου και την εφαρμογή ακόμα πιο προστατευτικών εμπορικών πολιτικών.
Μεσοπρόθεσμα, το 2020 η Barclays εκτιμά ότι η τιμή του Brent θα διαμορφωθεί στα 75 δολάρια το βαρέλι και στα 80 δολάρια το βαρέλι το 2025.
Η συντηρητική UBS
Η ανοδική πορεία των τιμών κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, που θα προκύψει ως αποτέλεσμα της απόφασης του ΟΠΕΚ για μείωση της παραγωγής, αναμένεται να εξισορροπηθεί από την αύξηση της αμερικανικής παραγωγής, εκτιμά από την πλευρά της η UBS, η οποία στην τελευταία έκθεσή της αναθεωρεί προς τα κάτω την πρόβλεψή της για τη μέση τιμή του 2019 από τα 75 στα 70 δολάρια το βαρέλι. Ακόμα και εάν δεν επιτευχθεί ο στόχος για μείωση της παραγωγής του ΟΠΕΚ κατά 1,2 εκατ. βαρέλια την ημέρα, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, όπως τα προβλήματα με το Ιράν και την παραγωγή της Βενεζουέλας, που αναμένεται να λειτουργήσουν εξισορροπητικά για την αγορά.
Στο κομμάτι της ζήτησης, έπειτα από μία τριετία (2015-2017) σημαντικής αύξησης (με ρυθμό από 1,3% έως 2,1%) η UBS προβλέπει αύξηση της τάξης των 1,4 εκατ. βαρελιών την ημέρα, που θα επιβραδυνθεί σε 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα το 2020. Το βασικό σενάριο του οίκου προβλέπει ότι η παραγωγή του ΟΠΕΚ θα εξισορροπήσει την αγορά, με το πλεονάζον δυναμικό της Σαουδικής Αραβίας, της Ρωσίας και του Ιράκ να καλύπτει πιθανές μειώσεις από άλλα μέλη του καρτέλ.
Περαιτέρω ανοδική πίεση στις τιμές (ανοδικό σενάριο) είναι πιθανή σε περίπτωση που υπάρξουν μεγαλύτερες του αναμενομένου μειώσεις της παραγωγής από τη Βενεζουέλακαι το Ιράν: με βάση την εκτίμηση του οίκου, η επίπτωση στη διεθνή τιμή μπορεί να κυμανθεί από τα 5 έως τα 15 δολάρια το βαρέλι. Γεωπολιτικές επιπλοκές για παραγωγούς του ΟΠΕΚ (κυρώσεις Ιράν) εκτιμάται ότι επηρεάζουν από 10 έως 20 δολάρια το βαρέλι για κάθε 1 εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα που αφαιρούνται από την αγορά.
Στον αντίποδα, πιθανοί παράγοντες που μπορούν να ωθήσουν τις τιμές προς τα κάτωείναι να μην υπάρξει απόλυτη πειθαρχία στην πολιτική χαλάρωσης της παραγωγής των κρατών-μελών του ΟΠΕΚ, με πρώτη και κύρια τη Σαουδική Αραβία. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να διατηρήσει τις τιμές στα επίπεδα των 50 με 60 δολαρίων το βαρέλι, σύμφωνα με τον οίκο. Άλλοι παράγοντες είναι πιθανή σταθεροποίηση της παραγωγής της Λιβύης στα 1,3 εκατ. βαρέλια την ημέρα, ενδεχόμενη ταχύτερη αύξηση της αμερικανικής παραγωγής, αλλά και μείωση του ρυθμού αύξησης της ζήτησης, που θα δημιουργούσε συνθήκες υπερεπάρκειας στην αγορά πετρελαίου.
ΙΜΟ 2020
Αστάθμητος παράγοντας, που όμως θα επηρεάσει τη ζήτηση για τους διαφορετικούς τύπους του πετρελαίου, είναι η εφαρμογή του νέου κανονισμού για τα ναυτιλιακά καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο. Όπως επισημαίνει η Citi, το ΙΜΟ 2020 αναμένεται να ενισχύσει τη ζήτηση για diesel και θα πιέσει την ζήτηση για μαζούτ. Οι παραγωγοί ελαφρών-“γλυκών” αργών θα επωφεληθούν, την ίδια στιγμή που για τα πιο “βαριά” πετρέλαια θα δημιουργηθεί πρόβλημα.
(των Χάρη Φλουδόπουλου και Ελευθερίας Κούρταλη, capital.gr)