Περί φλώρων και αλητείας
Είθισται, ύστερα από κάθε συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή, να θέτουμε το στερεότυπο ερώτημα, αν γίναμε σοφότεροι με όσα ακούσαμε για το θέμα της συζήτησης ή όχι και, κατά κανόνα, να απαντάμε αρνητικά. Μας το επιβάλλει, νομίζω, ο εσωτερικός καθωσπρεπισμός του ανικανοποίητου· όμως δεν ισχύει στην πραγματικότητα. Η όποια κοινοβουλευτική παράδοση στην Ελλάδα θέλει τις συζητήσεις αυτές να ξεπερνούν την αφορμή τους και να εξελίσσονται σε εφ’ όλης της ύλης αντιπαραθέσεις, από τις οποίες όλο και κάτι χρήσιμο μαθαίνεις.
Εντάξει, ονόματα και διευθύνσεις δεν μάθαμε, από τον πρωθυπουργό τουλάχιστον. Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές τον είδαμε να στρέφει το βλέμμα στον Γ. Δραγασάκη – γιατί αυτός, ως αντιπολίτευση, είχε δεσμευθεί ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα αποκάλυπτε μέσα στη Βουλή τα ονόματα της διαπλοκής. Φαίνεται, όμως, ότι εκείνος δεν του είπε τίποτε, ειδάλλως θα το είχαμε ακούσει από τον πρωθυπουργό. Αντιθέτως, ακούσαμε ονόματα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν ήταν αυτά, όμως, το σημαντικότερο που μάθαμε προχθές. Το νέο στοιχείο με τη μεγαλύτερη αξία, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι είδαμε την κυβέρνηση να υποδύεται την αντιπολίτευση, προκειμένου να συσπειρώσει το κόμμα. Ηταν στιγμές που νόμιζες ότι έβλεπες το κανάλι της Βουλής να παίζει επαναλήψεις, όπως κάνουν οι ιδιωτικοί σταθμοί με τα σίριαλ.
Η φυγή από την πραγματικότητα είναι, βέβαια, μέσα στη φύση της Αριστεράς και, εν μέρει, αυτό ήταν που έκανε προχθές στη Βουλή ο πρωθυπουργός. Τον καταλαβαίνω, γιατί η πραγματικότητα είναι πολύ ζοφερή για την κυβέρνηση. Σε μια εποχή που χρειάζεται να επιδείξει αριστεροσύνη, λόγω συνεδρίου, η Ευρώπη παύει τα καλοπιάσματα και ξαφνικά σοβαρεύει. Φεύγει, λοιπόν, από τη σκηνή ο Μοσκοβισί και μπαίνει ο Σόιμπλε με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μια πρόγευση των όσων συνεπάγονται πήραμε ήδη στο Eurogroup: η εκταμίευση της περίφημης δόσης (που καθυστερεί σχεδόν ένα χρόνο τώρα) μετατίθεται χρονικά ακόμη για λίγες ημέρες παρότι η αξιολόγηση ολοκληρώθηκε. Η κυβερνητική κωλυσιεργία γύρω από τα διάφορα ανοικτά ζητήματα ιδιωτικοποιήσεων δεν γίνεται πλέον ανεκτή και αρχίζουν οι συνέπειες – πλησιάζει, άλλωστε, και ο καιρός των εκλογών στη Γερμανία. Υπό το κράτος αυτής της πραγματικότητας, λοιπόν, ο Τσίπρας έκανε προχθές στη Βουλή το μακροβούτι στο παρελθόν – και δεν το εννοώ για τις υποθέσεις που επανέφερε, αλλά για τη θέση από την οποία μίλησε: του αντιπολιτευομένου την αντιπολίτευση. Για όσους έχουν σημασία αυτά, το άγχος ήταν εμφανές στο πρόσωπό του κάθε στιγμή. Δεν ξέρω, αλλά αν εγώ ήμουν ΣΥΡΙΖΑ, πολύ θα ανησυχούσα…
Ο πρωθυπουργός, όμως, κατέφυγε στο παρελθόν και για έναν ακόμη λόγο: πίστευε (δεν ξέρω αν εξακολουθεί να το πιστεύει και μετά την προχθεσινή συζήτηση…) ότι η Ν.Δ. του Κυρ. Μητσοτάκη είναι μόνιμα παγιδευμένη στο παρελθόν της. Εξαιτίας αυτής της πεποίθησής του, δέχθηκε –χωρίς να το καλοσκεφθεί τότε– την πρόκληση που του απηύθυνε ο Μητσοτάκης, στην προηγούμενη προ ημερησίας για την Παιδεία. Νόμιζε ότι θα ήταν εύκολο να κλειδώσει τη Ν.Δ. μέσα στο ντουλάπι με τους σκελετούς και ο ίδιος να βγει από πάνω νικητής – πολύ θα το ήθελε, σε μια περίοδο μάλιστα που η Ν.Δ. προηγείται με διαφορά στις δημοσκοπήσεις. Για τον λόγο αυτόν ήταν απαραίτητη η επιθετικότητα του Μητσοτάκη. Χωρίς αυτή δεν θα γύριζε η συζήτηση στο σήμερα και στις επιδόσεις της κυβέρνησης στη διαπλοκή.
Επομένως, κάτι ακόμη που μάθαμε προχθές είναι ότι, επειδή ο Μητσοτάκης είναι του Κολλεγίου και του Χάρβαρντ, δεν συνεπάγεται ότι είναι φλώρος, για να κωλώσει μπροστά στις αγριάδες επηρμένων από την εξουσία καταληψιών. Επρεπε να τους τα πει και, μετά συγχωρήσεως, να τους τα τρίψει στη μούρη, όπως ακριβώς έκανε: στον πληθυντικό, χωρίς οικειότητες. Υπάρχουν περιστάσεις, όπου η ένταση είναι απαραίτητη και αυτή ήταν μια τέτοια. Το ακούω συχνά, ξέρετε, και μάλιστα από αγαπητούς φίλους ότι «οι δεξιοί είναι φλώροι, ενώ οι αριστεροί αλήτες, γι’ αυτό έχουν τους πρώτους στο τσεπάκι τους». Προχθές στη Βουλή, ο Μητσοτάκης το διέψευσε, αντιμετωπίζοντας τον Τσίπρα όπως άξιζε. Το επιβεβαιώνει το παρατεταμένο χειροκρότημα της Κ.Ο. μετά τη δευτερολογία Μητσοτάκη.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι φίλοι που κάνουν αυτή την αβάσιμη διάκριση μεταξύ δεξιών και αριστερών έχουν οι ίδιοι περάσει από την Αριστερά. (Η Αριστερά είναι σαν την πολιομυελίτιδα. Πάντα κάτι σου αφήνει…) Η πραγματική διάκριση είναι αυτή που γίνεται με μέτρο τον σεβασμό στους θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ειδοποιός διαφορά αυτής της κυβέρνησης από όλες τις προηγούμενες μετά τη Μεταπολίτευση είναι ότι αυτή εδώ είναι μια κυβέρνηση ανθρώπων που δεν πιστεύουν στη δημοκρατία. Η «αστική» δημοκρατία, όπως τη λένε περιφρονητικά, είναι το μέσον που χρησιμοποιούν αναγκαστικά για να φθάσουν στην εξουσία. Εξ ου και η στυγνότητα, η πλήρης απουσία δισταγμών στους πιο αδιανόητους χειρισμούς. Φυσικό είναι, λοιπόν, ο Τσίπρας να βαφτίζει «μεταμοντέρνο πραξικόπημα» την αντιπολίτευση και την κριτική από τον Τύπο. Φυσικό, επίσης, είναι να μη χρειάζεται ο Τσαλακώτος το ποσό που δεν εκταμίευσε το Eurogroup. Τους νοιάζουν μόνο τα λεφτά με τα οποία θα συντηρήσουν τον μηχανισμό της εξουσίας τους, δηλαδή το κράτος στο οποίο διεισδύουν.
Η Θάτσερ έχει πει ότι «ο σοσιαλισμός δεν είναι κάτι που βγήκε από τον κόσμο. Είναι ένα δόγμα κάποιων διανοουμένων που είχαν την αλαζονεία να πιστεύουν ότι μπορούσαν να σχεδιάσουν καλύτερα τη ζωή όλων των άλλων». Η ιδιαιτερότητα της δικής μας περίπτωσης είναι ότι ο σοσιαλισμός είναι η αλαζονεία των ανίκανων.
Το μεγαλύτερο
Πέθανε το περασμένο Σάββατο ο εκ των πρωταιτίων του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 Στυλιανός Παττακός. Ηταν 104 ετών. Ταιριάζει, λοιπόν, στην περίσταση ένα «μπιζουδάκι» που βρήκα στο νέο βιβλίο του Στέλιου Ράμφου «Πολιτική από στόμα σε στόμα» (εκδόσεις Αρμός): «Το μεγαλύτερο κακό που έκαναν στον τόπο οι συνταγματάρχες ήταν η Μεταπολίτευσι»…
Έντυπη Καθημερινή