Ο Putin αδιαφορεί για την πτώση της τιμής του πετρελαίου
Η οικονομική παρακμή της Ρωσίας το τρέχον έτος αποδίδεται συχνά στις χαμηλές τιμές του πετρελαίου. Ωστόσο, η Ρωσία έχει αποδώσει πολύ χειρότερα από ό,τι οι περισσότερες άλλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες, οπότε θα πρέπει να υπάρχει άλλη εξήγηση.
Ο Marek Dabrowski, συν-ιδρυτής του Κέντρου Κοινωνικών και Οικονομικών Ερευνών στη Βαρσοβία και καθηγητής στην Ανώτερη Σχολή Οικονομικών Επιστημών της Μόσχας εξέτασε πρόσφατα τα νούμερα που εμφανίζουν ορισμένα πετρελαιοεξαγωγά κράτη και ανακάλυψε ένα παράδοξο. Η Ρωσία δεν είναι ούτε κατά διάνοια η πιο “εθισμένη” από το πετρέλαιο μεταξύ αυτών των χωρών:
Τα καύσιμα αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 70% των ρωσικών εξαγωγών (σε χώρες όπως το Ιράκ, η Λιβύη, η Βενεζουέλα, το Κουβέιτ ή η Αλγερία το ποσοστό υπερβαίνει το 90%), αλλά η διαφορά μεταξύ της αξίας της παραγωγής αργού σε παγκόσμιες τιμές και του συνολικού κόστους παραγωγής (oil rent) αντιστοιχεί μόλις στο 13,7% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος τηςRvs;iaw. Έτσι, υπάρχει μεν μία εξάρτηση από τα έσοδα του πετρελαίου αλλά όχι μια ολέθρια απειλή. Το Κουβέιτ και η Σαουδική Αραβία πρέπει να είναι περισσότερο ανήσυχες, καθώς η πρόσοδος από το πετρέλαιο αντιστοιχεί στο 57,5% και 43,6% αντίστοιχα.
Την ίδια στιγμή, η Ρωσία είναι έτοιμη να καταγράψει μία από τις χειρότερες οικονομικές επιδόσεις μεταξύ των πετρελαιοεξαγωγών χωρών φέτος:
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένει ότι η ρωσική οικονομία θα συρρικνωθεί 3,8%. Μεταξύ των μεγαλύτερων πετρελαιοεξαγωγών κρατών, μόνο η Λιβύη και η Βενεζουέλα αναμένεται να παρουσιάσουν χειρότερη εικόνα. Οι περισσότεροι εξαγωγείς καυσίμων θα καταγράψουν ανάπτυξη παρά την πτώση του πετρελαίου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα νούμερα θα είναι κάπως χειρότερα σε σχέση με το 2013 -πριν τη βουτιά του πετρελαίου- αλλά και πάλι θα δείχνουν περίφημα σε σύγκριση με αυτά της Ρωσίας.
Οι χώρες του Κόλπου, λέει ο Dabrowski, έχουν αποφύγει την ύφεση μέσω της δημοσιονομικής επέκτασης, φουσκώνοντας τα χρέη και τα ελλείμματα. Ωστόσο, έλλειμμα παρουσιάζει και η Ρωσία, αλλά δεν φαίνεται να την έχει βοηθήσει.
Μήπως η εξήγηση είναι ότι η Ρωσία υπέφερε περισσότερο από τις άλλες χώρες, εξαιτίας των κυρώσεων που επέβαλε η Δύση για τη στάση της στην Ουκρανία; Ο Dabrowski κάνει μια αναφορά σε αυτές αλλά θεωρεί πως δεν είχαν σοβαρές επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία. Η έρευνα της Citigroup, δείχνει πως οι κυρώσεις αντιπροσωπεύουν μόλις το 10% της συνολικής συρρίκνωσης της παραγωγής της χώρας. Ο αναλυτής της Citigroup, Ivan Tchakarov επεσήμανε ότι, με την πρόσβαση στις δυτικές χρηματοπιστωτικές αγορές να έχει περιοριστεί από τις κυρώσεις, η απομόχλευση των ρωσικών εταιρειών έγινε με επιτυχία: έχουν υποφέρει ελάχιστα.
Ίσως η απάντηση σχετίζεται με το χειρισμό της βουτιάς του πετρελαίου από τη ρωσική κυβέρνηση. Είναι πρωταθλήτρια στην υποτίμηση του νομίσματος μεταξύ των πετρελαιοεξαγωγών χωρών και μόνο το Ιράν θα βιώσει υψηλότερο πληθωρισμό φέτος, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Η κυβέρνηση επέτρεψε στο ρούβλι να κατρακυλήσει ελεύθερα αντί να μειώσει τα αποθεματικά της σε διεθνές συνάλλαγμα –κάτι που άλλοι εξαγωγείς πετρελαίου δίστασαν να κάνουν, προσπαθώντας να απαλύνουν την οικονομική οδύνη. Ο Πρόεδρος Vladimir Putin, ωστόσο, δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για αυτό: ο πόλεμος στην Ουκρανία και τώρα στη Συρία, και μια προπαγάνδα υψηλών ταχυτήτων, κράτησαν υψηλά το ποσοστό στήριξής του.
Παρ’ολ’ αυτά, ο εξαναγκασμός των Ρώσων να πληρώνουν έχει οδηγήσει σε κατακόρυφη πτώση της εγχώριας ζήτησης. Αυτή η απαισιοδοξία, με τη σειρά της, οδήγησε στην αποεπένδυση. Ο όγκος λιανικών πωλήσεων και οι επενδύσεις εξακολουθούν να διαγράφουν πτωτική τροχιά, αν και η πτώση δείχνει να επιβραδύνεται καθώς η οικονομία αρχίζει να αναπτύσσεται, όπως φαίνεται από την εκτίμηση σε μηνιαία βάση. Η κυβέρνηση του Putin δεν έκανε τίποτα για να χαλαρώσει τη θηλιά στις επιχειρήσεις ή να εξαλείψει τη διαφθορά στις ανώτερες τάξεις. Δεν μπήκε καν στη διαδικασία να προσποιηθεί ότι είναι πιο φιλόξενη για τους επενδυτές: η ρητορική του Κρεμλίνου παραπέμπει σε δύσκολη επιβίωση και εχθρότητα.
Οι χώρες που εξάγουν πετρέλαιο και αποδίδουν καλύτερα από τη Ρωσία υπάγονται σε τρεις ομάδες. Η πρώτη περιλαμβάνει τις εξαιρετικά διαφοροποιημένες οικονομίες όπως η Μαλαισία ή ο Καναδάς. Η Ρωσία μπορούσε εργαστεί σκληρότερα πάνω στη διαφοροποίησή της όταν το πετρέλαιο ήταν ακριβό, αλλά έχασε την ευκαιρία. Μια άλλη ομάδα περιλαμβάνει χώρες όπως η Νορβηγία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κατάρ, με τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα και αρνητική καθαρή θέση χρέους -που σημαίνει ότι τους χρωστούν πολλά χρήματα. Η Ρωσία είχε την ευκαιρία να το πετύχει και αυτό αλλά τα χρήματα που εξοικονόμησε της έφτασαν για να αντέξει μόνο λίγα χρόνια με το πετρέλαιο στα τρέχοντα επίπεδα –το οποίο εξηγεί γιατί προτιμά να αφήνει το ρούβλι να υποτιμάται από το χρησιμοποιεί τα αποθεματικά της για να υπερασπιστεί το νόμισμα. Τα μέλη της τρίτης ομάδας -Βολιβία, Αζερμπαϊτζάν και κάποιες άλλες χώρες- έχουν προσπαθήσει να αμβλύνουν τις επιπτώσεις με πιο επισφαλή δημόσια οικονομικά, ελπίζοντας σε ανάκαμψη των τιμών. Η Ρωσία θα μπορούσε να το έχει κάνει και αυτό, αλλά δεν θα ήταν συνετό δεδομένης της αντίληψης του Putin πως υπερασπίζεται τη χώρα του απέναντι σε μια εχθρική Δύση.
Ορισμένοι εξαγωγείς πετρελαίου -Βενεζουέλα και Νιγηρία για παράδειγμα- είναι αδέξιες στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής. Αυτό δεν συμβαίνει με τη Ρωσία: η χώρα έχει απλά έναν ηγέτη ο οποίος δεν βάζει την οικονομία σε προτεραιότητα ή δεν ενδιαφέρεται και τόσο για το επίπεδο διαβίωσης όσο οι πολίτες είναι ενθουσιασμένοι με την προσπάθειά του για έναν σπουδαιότερο γεωπολιτικό ρόλο. Η Ρωσία είναι μοναδική περίπτωση μεταξύ των πετρελαιοεξαγωγών κρατών ως ένα έθνος το οποίο “αρμέγεται” στο όνομα του μεγάλου οράματος ενός ανθρώπου. Εάν οι τιμές του πετρελαίου ανέβουν, τότε το όραμα θα χρηματοδοτηθεί καλύτερα.
*του Leonid Bershidsky
(BloombergView, capital.gr)