Ο «μαύρος» χρυσός και ο ρόλος της Τεχεράνης
Δύσκολα φαντάζεται κανείς πόσο ισχυρότερους κραδασμούς μπορεί να προκαλέσει στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου η επιστροφή της Τεχεράνης, όταν ο μαύρος χρυσός έχει έτσι κι αλλιώς υποχωρήσει σε επίπεδα κάτω από τα 30 δολάρια το βαρέλι. Αναλυτές μεγάλων επενδυτικών τραπεζών επισημαίνουν πως είναι η χειρίστη δυνατή στιγμή για να αυξήσει το Ιράν την παραγωγή του. Είναι, όμως, δεδομένο ότι η συνεχιζόμενη πτώση του μαύρου χρυσού οφείλεται έως ένα βαθμό στο ότι η αγορά έχει προεξοφλήσει την αύξηση των ιρανικών εξαγωγών. Η πτώση της τιμής του πετρελαίου που άρχισε τον Ιούνιο του 2014, παραδόξως μία ημέρα μετά την κατάληψη καίριου διυλιστηρίου της Μοσούλης από τους τζιχαντιστές, συνεχίστηκε το περασμένο έτος, και μόνο το 2016 είναι της τάξης του 25%. Στην πρώτη συνεδρίαση, όμως, μετά την επίσημη άρση των κυρώσεων κατά της Τεχεράνης, η αντίδραση συμπίεσε περαιτέρω τις τιμές στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 12 ετών.
Οι εκτιμήσεις από κάθε κατεύθυνση, από τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας και το ΔΝΤ έως τις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες όπως η JPMorgan, μιλούν εδώ και καιρό για περαιτέρω υποχώρηση του μαύρου χρυσού στα 20 δολάρια το βαρέλι ή ακόμη και στα 10 δολάρια το βαρέλι. Επικαλούνται πάντα το πλεόνασμα προσφοράς στην παγκόσμια αγορά, που εκτιμάται ότι ήδη υπερβαίνει τη ζήτηση κατά 2 εκατ. βαρέλια την ημέρα.
Αναμένεται, άλλωστε, να διευρυνθεί κυρίως επειδή η Τεχεράνη θα βγει από τη διεθνή απομόνωση και θα διεκδικήσει το μερίδιό της από την παγκόσμια αγορά. Μόνον ως δευτερεύοντες παράγοντες αναφέρονται η αύξηση της προσφοράς από το Ιράκ και τη Λιβύη. Στόχος της Τεχεράνης είναι να εκμεταλλευτεί άμεσα την άρση των κυρώσεων και να αυξήσει την παραγωγή και προπαντός τις εξαγωγές της κατά 500.000 βαρέλια την ημέρα.
Απομένει να αποδειχθεί σε ποιο βαθμό θα μπορέσει να υλοποιήσει τον στόχο της. Σχετικό δημοσίευμα των Financial Times επικαλείτο πληροφορίες από δορυφόρους και πηγές της βιομηχανίας, σύμφωνα με τις οποίες το Ιράν διαθέτει ήδη έναν στόλο με περισσότερα από 20 μεγάλα πετρελαιοφόρα έτοιμα να αποπλεύσουν από τις ακτές του και να διοχετεύσουν στην αγορά έως και 50 εκατ. βαρέλια πετρελαίου. Αναλυτές της αγοράς αμφισβητούν, πάντως, τη δυνατότητα της Τεχεράνης να αυξήσει τόσο γρήγορα τις εξαγωγές, εκτιμώντας πως θα χρειαστεί ένα μήνα για να αυξήσει τις εξαγωγές κατά 100.000 βαρέλια την ημέρα, και έξι μήνες για αύξηση κατά 400.000 βαρέλια την ημέρα. Οπως επισημαίνουν, για να αυξηθεί η παραγωγή σε τέτοια κλίμακα απαιτείται εκσυγχρονισμός των πετρελαϊκών υποδομών της χώρας, κάτι που αναδεικνύεται ήδη σε νέο πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ χωρών και βιομηχανιών.
Η πρόθεση της Τεχεράνης να ανακτήσει τη θέση της στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου ήταν σαφής ήδη από τον Νοέμβριο του 2014, αλλά και στην κρίσιμη σύνοδο του ΟΠΕΚ, όταν υπό την καθοδήγηση της Σαουδικής Αραβίας το διεθνές καρτέλ άφησε τις τιμές του πετρελαίου να συνεχίσουν απρόσκοπτα την ελεύθερη πτώση τους, επιλέγοντας να μη μειώσει την παραγωγή του. Η Τεχεράνη, που έχει επανειλημμένως επιρρίψει στο Ριάντ την ευθύνη για την κατάρρευση του πετρελαίου, ζήτησε τότε να μειώσει η Σαουδική Αραβία την παραγωγή της προκειμένου να «κάνει χώρο» στο ιρανικό πετρέλαιο. Το Ριάντ εκμεταλλευόμενο την απομόνωση του οικονομικού, πολιτικού και θρησκευτικού του αντιπάλου, έχει αυξήσει τις εξαγωγές του στα 7,72 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Ετσι, αντιμετωπίζει ως αρνητική εξέλιξη την προσέγγιση της Τεχεράνης με τη Δύση, καθώς θα ενισχύσει μια οικονομία πολύ πιο ανεξάρτητη και πολύπλευρη από εκείνη του βασιλείου, οξύνοντας περαιτέρω τις ήδη τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στους δύο αντιπάλους.