Μακροπρόθεσμα θα πεθάνουμε όλοι
Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων στις αρχές του δέκατου ενάτου αιώνα, πολλές ευρωπαϊκές χώρες παρουσίασαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα καθώς οι κυβερνήσεις κατέφευγαν στις εκτυπωτικές πρέσες για να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες των πολέμων τους. Το δίδαγμα που εξήγαγαν οι τότε οικονομολόγοι της ελεύθερης αγοράς, ήταν πως τα χέρια των κυβερνήσεων έπρεπε να απομακρυνθούν από την εκτυπωτική πρέσα για να διατηρηθεί μια στοιχειώδης νομισματική σταθερότητα. Ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό, ήταν να συνδεθεί το εθνικό νόμισμα με ένα εμπόρευμα όπως ο χρυσός, να απαιτηθεί από τις τράπεζες να εξαργυρώνουν τα χαρτονομίσματα με χρυσό σε μια καθορισμένη ισοτιμία άμεσα στο γκισέ και να προβαίνουν σε τυχόν αυξήσεις των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων, όταν προέκυπταν πρόσθετα αποθέματα χρυσού από τους καταθέτες, η από άλλους πωλητές.
Επίσης, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως τα ελλείμματα ήταν μια επικίνδυνη πρακτική για τη χρηματοδότηση κυβερνητικών προγραμμάτων. Έδινε τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση πως μπορούσαν να ξοδεύουν χωρίς να επιβάλλουν κόστος στην κοινωνία με τη μορφή υψηλότερων φόρων. Μπορούσαν έτσι να δανείζονται αναβάλλοντας το φορολογικό κόστος, μέχρι ένα μελλοντικό χρονικό σημείο, όταν τα δάνεια θα έπρεπε να επιστραφούν. Οι οικονομολόγοι της ελεύθερης αγοράς ζήτησαν ετησίως ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, επιτρέποντας στο εκλογικό σώμα να αντιλαμβάνεται άμεσα και ξεκάθαρα το κόστος των κρατικών δαπανών.
Έτσι το 1814 ο περισσότερος κόσμος πέρασε στον διεθνή κανόνα του χρυσού και χάραξε τον δρόμο προς την βιομηχανική επανάσταση. Μολονότι ο κλασσικός κανόνας του χρυσού του δεκάτου ενάτου αιώνα δεν ήταν τέλειος και επέτρεπε σχετικά μικρές περιόδους πληθωρισμών και ύφεσης (οικονομικών κύκλων boom bust), έστω κι έτσι παρείχε μακράν την καλύτερη νομισματική τάξη που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος, μία τάξη η οποία λειτουργούσε, που δεν επέτρεπε στους οικονομικούς κύκλους να ξεφεύγουν εκτός ελέγχου και που κατέστησε δυνατή την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, των διεθνών συναλλαγών και των επενδύσεων.
Ο τρίτος δρόμος και ο θάνατος της ελεύθερης αγοράς
Οι κυβερνήσεις κατέστρεψαν τον κανόνα του χρυσού για να διεξαγάγουν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο το 1914. Με την Κεϋνσιανή “επανάσταση” στα 30’s και με την επικράτηση των ρεβιζιονιστών οικονομολόγων του “τρίτου δρόμου”, οι κυβερνήσεις απαλλάχτηκαν σταδιακά από τον “ζουρλομανδύα” των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και του νομισματικού ελέγχου , σχεδόν καθολικά και παγκοσμίως . Δεν υπήρχε πλέον κανένας έλεγχος και περιορισμός των κρατικών δαπανών. Τουναντίον, αυτές θα ήταν πλέον οι δυνάμεις της “ανάπτυξης” και μάλιστα με “επιστημονική τεκμηρίωση”.
Θα ήταν βέβαια υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Keynes είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την πολιτική των ελλειμματικών κυβερνητικών δαπανών, για το χάρτινο πολιτικό χρήμα και για τον έντονο κρατικό παρεμβατισμό, που διαμόρφωσαν το παρόν συντεχνιακό ολιγοπωλιακό περιβάλλον τα τελευταία 70 χρόνια. Δεκαετίες πριν την εμφάνιση του βιβλίου του Keynes (The general theory of money, employment and interest), το πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα είχε στραφεί προς ολοένα και μεγαλύτερη επιθυμία για συμμετοχή των κυβερνήσεων στις κοινωνικές και οικονομικές υποθέσεις. Ήταν αποτέλεσμα της αυξανόμενης επιρροής των κολεκτιβιστικών ιδεών μεταξύ των κύκλων των διανοουμένων και των φορέων χάραξης πολιτικής στην Ευρώπη και την Αμερική.
Όταν η κυβέρνηση έχει απελευθερωθεί από τη δέσμευση να φορολογεί άμεσα για ό, τι ξοδεύει, κάθε πιθανή ομάδα ειδικών συμφερόντων μπορεί να ζητήσει να εξυπηρετηθούν οι πιο ευφάνταστες απαιτήσεις της. Οι πολιτικοί, επιθυμώντας ψήφους και οικονομικές συνεισφορές προς το κόμμα (και τους εαυτούς τους) ευχαρίστως ανταποκρίνονται για να ικανοποιήσουν τη λαιμαργία προνομιούχων ομάδων, συγκεκριμένων επιχειρήσεων, διαφόρων ολιγαρχών, αλλά και την δική τους. Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι πέφτουν εύκολα θύματα της αυταπάτης πως η κυβέρνηση μπορεί να προσφέρει σχεδόν σε όλους κάτι έναντι τίποτα (χωρίς αντάλλαγμα), με μικρό ή καθόλου κόστος για τους φορολογούμενους.
Οι πολιτικοί, έχοντας παράλληλα αποκτήσει καθολικό νομισματικό μονοπώλιο από το 1971, μπορούσαν τώρα να παίξουν το παιχνίδι τους προσφέροντας όλο και περισσότερα χρήματα σε ειδικά συμφέροντα, ενώ μερικές φορές προχωρούσαν ταυτόχρονα και σε μείωση της φορολογίας για να είναι αρεστοί σε όλους. Οι κυβερνήσεις γέμιζαν απλά αυτό το κενό με δανεισμό, επιβάλλοντας μεγαλύτερη επιβάρυνση χρέους στις μελλοντικές γενιές. Είτε οι φόροι θα έπρεπε να αυξηθούν κατά τα επόμενα έτη, είτε οι κυβερνήσεις θα στρεφόταν προς την εκτυπωτική πρέσα (ροκανίζοντας την αγοραστική δύναμη του πολιτικού χρήματος) για να αποπληρώσουν αυτά που σπατάλησαν όλο το προηγούμενο διάστημα. Θα υποστήριζαν πως παρέλαβαν “καμμένη γη” από τους προηγούμενους και πως οι ενέργειές τους αποσκοπούσαν στην ανάπτυξη της “εθνικής οικονομίας”, στην ευημερία, στο “γενικό καλό” και στην χρηματοδότηση των “κοινωνικά αναγκαίων” προγραμμάτων του “κράτους πρόνοιας”.
Και δεν χρειαζόταν να ανησυχούμε καθόλου για όλα αυτά στην (τότε) παρούσα περίοδο. Ο Keynes διαβεβαίωσε εξάλλου με μια μνημειώδη του δήλωση πως “μακροπρόθεσμα θα πεθάνουμε όλοι”.
Το πρόβλημά μας πλέον, είναι ότι βιώνουμε όλο και περισσότερο τις μακροπρόθεσμες συνέπειες, των βραχυπρόθεσμων – κοντόφθαλμων πολιτικών του Keynes και κάθε ρεβιζιονιστή. Η αποπληρωμή της χρεοκοπημένης – ασφυκτικά κρατικά ελεγχόμενης – οικονομίας των τελευταίων δεκαετιών, γίνεται όλο και πιο δυσβάστακτη και σταδιακά αντιληπτή σε ολόκληρο τον πλανήτη. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, οι πολιτικοί έχοντας μικρό ορίζοντα κυβερνητικής θητείας, απλά μεταθέτουν το πρόβλημα των τεράστιων σωρευμένων χρεών στις επόμενες γενιές. Η ονομαζόμενη “καυτή πατάτα” , εξακολουθεί εδώ και τριάντα περίπου χρόνια να παραμένει ανέγγιχτη σε υπουργικά, πρωθυπουργικά και προεδρικά γραφεία ανά τον πλανήτη. Ο εκάστοτε κάτοικος αυτών των γραφείων, δεν θα υποστεί καμία συνέπεια, καθώς ως γνωστόν, “η πολιτική δεν μπορεί να ποινικοποιείται”. Συνεπώς και δυστυχώς, η αναβαλλόμενη μετάθεση του βαρύτατου κόστους και των ευθυνών, κληροδοτείται στις γενιές που έχουν την ατυχία να συμπέσουν χρονικά με το σκάσιμο της μεγαλύτερης παγκόσμιας οικονομικής φούσκας.
“Δημόσιες” επενδύσεις, επιδοτήσεις και καταστροφή της οικονομίας
“Tα κοινοτικά χρήματα περισσότερο κακό έκαναν παρά καλό στην ελληνική οικονομία. Η εισροή κοινοτικών χρημάτων οδήγησε σε εκτροπή επενδύσεων που αντί να κατευθυνθούν σε παραγωγικούς και εξαγωγικούς κλάδους πήγαν προς την παρασιτική προσοδοθηρία που άφησε στην Ελλάδα μπετόν, μαρμάρινα στάδια, καλογυαλισμένους σταθμούς μετρό, υπολογιστές σε γραφεία αργόμισθων κτλ. Όχι μόνο στήριξε και τροφοδότησε τη διαπλοκή ανάμεσα σε κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και πολιτικούς, αλλά ήταν αρνητική και για καθαρά οικονομικούς λόγους. Είναι ένας από τους κύριους λόγους για τον οποίο η ελληνική οικονομία δεν μπορεί ακόμα να σταθεί στα πόδια της καθώς δεν έχει ισχυρή εξαγωγική παραγωγή, παρά την άνευ προηγουμένου εσωτερική υποτίμηση μισθών και τιμών.” – Άρης Τραντίδης
Πίνακας: dianeosis.org
Το μετρό της Θεσσαλονίκης (μεταξύ πολλών άλλων διαχρονικών “δημοσίων επιχειρηματικών έργων”) είναι μια τυπική περίπτωση αποτελέσματος Κεϋνσιανών οικονομικών πολιτικών: Επί 30 χρόνια οι κυβερνήσεις και οι “ιδιώτες” ανάδοχοι, σκάβουν λακκούβες στην γη με χρήματα των φορολογούμενων. Πρόκειται για “δημόσια” επένδυση με την οποία συμφωνούν απόλυτα οι προτάσεις του Keynes για “ανάπτυξη”.
Το θέμα είναι πως οι κεντρικοί σχεδιαστές αλλά και μεγάλη μερίδα του κόσμου δεν μπορούν να αντιληφθούν πως όταν αφαιρούνται πόροι από τον πραγματικό υπαρκτό πλούτο και δίνονται σε κάποιους οι οποίοι δεν παράγουν τίποτα (δεν είναι κερδοφόροι), απλά καταστρέφεται η οικονομία. Τα χρήματα (που μεταφράζονται σε πραγματικούς πόρους) έχουν αφαιρεθεί αυθαίρετα από ανθρώπους που τα κέρδισαν αναπαράγοντας πλούτο. Αυτοί οι άνθρωποι καταστρέφονται. Και το χειρότερο όλων που δεν γίνεται δυστυχώς κατανοητό, είναι πως οι ικανοί , είναι πάντα λιγότεροι από τους λιγότερο ικανούς. Καταστρέφοντας τους ικανούς, θα υποστούν τις συνέπειες τελικά και κυρίως οι λιγότερο ικανοί.
Οι επιδοτήσεις δε προς την “επιχειρηματικότητα” θα έχουν την ίδια κατάληξη. Όσοι καταφέρνουν και αξιοποιούν τις επιδοτήσεις, είναι τελικά ελάχιστοι. Το χρήμα από το πουθενά δεν μετατρέπει με κάποιο μαγικό τρόπο σε ικανούς και “δαιμόνιους” επιχειρηματίες τους παραλήπτες του. Η συνέπεια αυτών των οικονομικών πολιτικών, πέρα από την δεδομένη διαπλοκή και διαφθορά, έχει κυρίως καταστροφικά αποτελέσματα επειδή καλούνται στο τέλος αυτοί που κατάφεραν αναπαραγωγή πλούτου, να αποπληρώσουν την αποτυχία των υπολοίπων. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το μυαλό μας και να αντιληφθούμε πως οι ικανοί, είναι πάντα λιγότεροι. Το γνωρίζουμε αυτό από το σχολείο, από τον στρατό, από το επαγγελματικό μας περιβάλλον.
Συμπερασματικά λοιπόν, πέραν της οικονομικής καταστροφής, αντιμετωπίζουμε και μια εξοργιστικά ανήθικη στρέβλωση της παραδοσιακής καπιταλιστικής αντίληψης. Ζούμε στην εποχή της επιβράβευσης της αποτυχίας και του χρέους, εις βάρος της επιτυχίας και της συνέπειας.
Δεν είναι πάντως αποκλειστικό Ελληνικό φαινόμενο η παρασιτική επιδοματική πολιτική. Το ίδιο ισχύει για παράδειγμα και με τις αυτοκινητοβιομηχανίες (και όχι μόνο) στην δύση. Επιδοτούνται από τις κυβερνήσεις, δημιουργούν χρηματοδοτικούς διαύλους σε συνεργασία με το κρατικοδίαιτο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο τέλος διασώζονται με bailouts, όλοι μαζί. Τράπεζες, αυτοκινητοβιομηχανίες και οι ίδιες οι κυβερνήσεις.
Κρατική καταστολή, αυθαιρεσία και ολοκληρωτισμός
Ανέκυψε λοιπόν μοιραία, σοβαρότατο ζήτημα καταπάτησης της ατομικής ελευθερίας και των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των ανθρώπων. Η διαμόρφωση συναλλακτικών ηθών βασισμένων στον εύκολο επίπλαστο πλουτισμό μέσω χρέους και κυβερνητικών παροχών, καθώς και η αποπληρωμή αυτού του χρέους με μαζικές επιδρομές στα εισοδήματα της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων, αποτελούν στοιχεία κοινωνικού εκμαυλισμού, κατάρρευσης κάθε φυσικού δικαίου, που τελικά οδηγούν σε όλο και μεγαλύτερη κρατική καταστολή.
Θεμελιώδη πολιτισμικά συστατικά τα οποία θεωρούταν ακλόνητα, όπως η ατομική ιδιοκτησία, αμφισβητούνται και τίθενται με πρωτοφανή προκλητικότητα σε δημόσιο διάλογο, με ανησυχητικά χλιαρές αντιδράσεις από την πλευρά κυρίως των υποτιθέμενων θεματοφυλάκων τους. Οι οικονομολόγοι της ελεύθερης αγοράς του 18ου αιώνα, είχαν ως κύριο μέλημα τους την προστασία των ανθρώπων από τις κυβερνητικές σπατάλες και νομισματικές πολιτικές. Σήμερα, μια τεράστια μερίδα οικονομολόγων, έχουν ως επάγγελμα τους ακριβώς την συγκάλυψη και περαιτέρω την προώθηση της σπατάλης και των εγκληματικών κυβερνητικών νομισματικών δράσεων.
Βρίσκεται σε εξέλιξη μια παγκόσμια ψευδο-επιστημονική εκστρατεία “ενημέρωσης”, στην οποία συμμετέχουν πολυδιαφημισμένοι mainstream οικονομολόγοι, με στόχο να πειστούν οι άνθρωποι πως είναι θεμιτή και ίσως απαραίτητη, η επιβολή αρνητικών επιτοκίων και η κατάργηση των μετρητών στην φυσική τους μορφή. Σε ένα ανάλογο ιστορικά επεισόδιο το 1971, οι κυβερνήσεις λήστεψαν κυριολεκτικά τον χρυσό του πλανήτη εν μία νυκτί, όταν επίσημα ανακοινώθηκε η εγκατάλειψη του κανόνα του χρυσού συναλλάγματος του Bretton Woods. Ουσιαστικά ο χρυσός, το νόμισμα των ανθρώπων, απαλλοτριώθηκε.
Οι πολιτικοί, συνεπικουρούμενοι από την “προοδευτική” οικονομολογική νομενκλατούρα Κεϋνσιανών και μονεταριστών, υποστήριξαν πως το πολύτιμο μέταλλο θα καταρρεύσει στις αγορές χωρίς την “στήριξη” των πολιτικών νομισμάτων. Έκαναν λάθος καθώς ήδη τα πολιτικά χαρτονομίσματα ήταν υπερπληθωρισμένα σε σχέση με τα αποθεματικά χρυσού. Έτσι, όταν στις 15 Αυγούστου του 1971 οι ΗΠΑ μονομερώς ανακοίνωσαν την αποσύνδεση του δολαρίου από τον χρυσό, αυτός εκτινάχτηκε αρχικά σε τετραπλάσια τιμή από την γελοιωδώς υποτιμημένη ισοτιμία των 35 δολαρίων ανά ουγγιά που ίσχυε μέχρι εκείνη τη στιγμή και συνέχισε μέχρι σήμερα να καλπάζει παρ’ όλες τις “φιλότιμες” προσπάθειες χειραγώγησης των χρηματοπιστωτικών καρτέλ. Πρόκειται για την μεγαλύτερη ληστεία σε παγκόσμιο επίπεδο με δράστες τους συνήθεις υπόπτους: Κυβερνήσεις και τράπεζες.
Σήμερα, σκέφτονται να κλέψουν και τα μετρητά στην φυσική τους μορφή, εγκλωβίζοντας το συναλλακτικό μέσο και ως εκ τούτου τα περιουσιακά στοιχεία των ανθρώπων σε ψηφιακούς λογαριασμούς, προσβάσιμους πρωτίστως στις κυβερνήσεις και κατόπιν στους δικαιούχους. Πρόκειται για προμελετημένο έγκλημα επικών διαστάσεων το οποίο, αν επιχειρηθεί να συντελεστεί, θα προκαλέσει πιθανόν συναλλακτικό και κοινωνικό χάος. Η απελπισμένη προσπάθεια των κυβερνήσεων να διασώσουν το υπό κατάρρευση νομισματικό και τραπεζικό σύστημα, συνίσταται πλέον εξαιρετικά επικίνδυνη για τον οικονομικό και όχι μόνο πολιτισμό.
Υπάρχει διέξοδος;
Η τυπική απάντηση των οπαδών του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας, ως προς τα ολέθρια αποτελέσματα που αυτός επέφερε στις κοινωνίες, είναι πως “δεν εφαρμόστηκαν σωστά” τα διάφορα μεγαλεπήβολα γραφειοκρατικά σχέδια. Θα πούνε για παράδειγμα αρκετοί πως ο Keynes υποστήριξε ότι: σε περίοδο ανάπτυξης οι κυβερνήσεις πρέπει να αυξάνουν τους φόρους ώστε να αποπληρώνουν τα χρέη που δημιουργήθηκαν από τα ελλείμματα που χρηματοδότησαν αυτή την ανάπτυξη. Η ερμηνεία αυτή, είναι προβληματική καθώς στην θεωρία των Κεϋνσιανών και εν γένει των mainstream οικονομικών, δεν λαμβάνονται υπ όψη στοιχειώδη οικονομικά κατανομής πόρων, δομής και χρονικής διάρθρωσης κεφαλαίου και διαχρονικών προτιμήσεων κατανάλωσης/αποταμίευσης. Όμως είναι κυρίως μια ερμηνεία που αμφισβητεί και αποτυγχάνει να αναγνωρίσει την δαιδαλώδη και συντεχνιακή δομή μιας οικονομίας βασισμένης σε αλληλεξαρτήσεις της εξουσίας, των ειδικών ομάδων συμφερόντων και των επιδοτούμενων επιχειρήσεων.
Οι πολιτικοί είναι απλά η φαινομενική ηγεσία στην κορυφή ενός παγόβουνου. Όσο καλή διάθεση και να έχει κάποιος να “εφαρμόσει σωστά” τα σχέδια των επενδύσεων, (ασχέτως αν αυτά είναι εξαρχής προβληματικά από επιστημονικής σκοπιάς), το βασικό ελάττωμα έγκειται στο ότι πρώτα πρέπει να εξυπηρετηθεί το δίκτυο των συμμετεχόντων στο σύστημα εξουσίας. Και αυτό μπορεί να συμβεί πολύ απλά, καθώς το νόμισμα είναι μονοπώλιο και η φορολογία υποχρεωτική. Αν ήταν τόσο σωστά και αποτελεσματικά τα κυβερνητικά σχέδια, γιατί είναι μονοπώλιο το νόμισμα και αναγκαστική η φορολογία; Είναι έτσι για να εξυπηρετούνται οι ειδικές ομάδες συμφερόντων.
Κάποιοι επίσης θα ισχυριστούν πως το πολιτικό χρήμα και οι επιδοτήσεις είναι απλά εργαλείο που δεν χρησιμοποιείται σωστά. Συνεπώς, δεν ευθύνεται το εργαλείο αλλά ο χρήστης. Κάνουν προφανώς λάθος. Το χρήμα δεν είναι εμπόρευμα της αγοράς σήμερα, αλλά μονοπωλιακό προϊόν των κυβερνήσεων που τυπώνεται σε πρέσες (η σε ψηφιακές σημειώσεις). Δεν υπόκειται σε κανέναν σοβαρό έλεγχο προσφοράς και ζήτησης και χρησιμοποιείται αποκλειστικά και κατά το δοκούν των κυβερνήσεων και του ελεγχόμενου εξ αυτών χρηματοπιστωτικού συστήματος. Συνεπώς δεν είναι εργαλείο της αγοράς, αλλά των κυβερνήσεων. Η λάθος χρήση του θα πρέπει να θεωρείται πλέον δεδομένη, από κάθε άνθρωπο που μελετά οικονομική ιστορία.
Ο πολιτικός που πραγματικά θέλει να απαλλάξει τον κόσμο από αυτό το σύστημα λεηλασίας του πλούτου, δεν έχει παρά να περιορίσει το κράτος σε στοιχειωδώς κοινωφελή προγράμματα πρόνοιας και στην προστασία των ανθρώπων από εγκληματίες. Και αυτά τα προγράμματα, δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν ούτε την υγεία (που μονοπωλείται από κυβερνήσεις και κρατικοδίαιτα καρτέλ σχεδόν παγκοσμίως), ούτε την παιδεία, ούτε την κοινωνική ασφάλιση – πόσο μάλλον την επιδότηση και τον έλεγχο της “παραδοσιακής” επιχειρηματικότητας. Το κράτος μπορεί να βοηθήσει πραγματικά την κοινωνία περιορίζοντας στο ελάχιστο την συμμετοχή του στην οικονομία.
Κρίνοντας πάντως από την κρατικοποίηση του μεγάρου μουσικής με συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία (για να έχουμε ένα μικρό πρόσφατο αναφορικό παράδειγμα), γεγονός που μεταθέτει όλα τα χρέη των ανίκανων και αποτυχημένων στις πλάτες του φορολογούμενου, δεν μπορούμε να είμαστε και πολύ αισιόδοξοι.
Ανατρέχοντας στην ιστορική διεθνή εμπειρία, θα διαπιστώσουμε πως οι κυβερνήσεις χρειάζονται μάλλον έναν “ζουρλομανδύα”. Τον ρόλο αυτό διαδραμάτισε με σχετική επιτυχία ο νομισματικός χρυσός κατά το μεγαλύτερο διάστημα του 18ου αιώνα. Ο χρυσός διατηρεί ισχυρότατα στοιχεία που τον καθιστούν ακόμα και σήμερα ως ιδιαίτερα ελκυστικό νόμισμα ελευθερίας, ειρήνης και δικαιοσύνης. Τα κυριότερα αυτά στοιχεία είναι :Η αναγνωρισιμότητα του και η διαχρονική αξία που του προσδίδουν παγκοσμίως οι άνθρωποι και, κυρίως, η αδυναμία των κυβερνήσεων να τον τυπώσουν σε πρέσες η να τον αναπαράγουν σε ηλεκτρονικές σημειώσεις.
Συνεκτιμώντας την παγκόσμια κατάσταση με την αυξανόμενη επίθεση στα μετρητά και στους λογαριασμούς των ανθρώπων, είναι δεδομένο πως ο πλανήτης χρειάζεται μια ριζική νομισματική μεταρρύθμιση. Η κατανόηση της σημασίας του ρόλου του νομίσματος, ως μέσο ελέγχου της εξουσίας, αποτελεί ένα σημαντικό – καθοριστικό βήμα για την πορεία αυτής της μεταρρύθμισης.
Το νόμισμα πρέπει να απομακρυνθεί από τα χέρια των κυβερνήσεων και να επιστρέψει στα χέρια του κόσμου. Αυτό είναι το απόσταγμα της ελεύθερης οικονομικής σκέψης. Οι ιδιώτες δε, σε όλες τις δυτικές κοινωνίες και όχι μόνο, οφείλουν να κατανοήσουν πως οι αυθαίρετες επιδοτήσεις της “επιχειρηματικότητας” με χρήματα των φορολογούμενων, αποτελούν σοσιαλισμό, εξίσωση, καταστροφή των ικανών και χρησιμεύουν ως μέσο χειραγώγησης, ψηφοθηρίας, νεποτισμού, διαφθοράς, διαπλοκής και “δικαιώματος στην ουτοπία” για κάθε ονειροπαρμένο κατά φαντασίαν επιχειρηματία.
Αντί επιλόγου, μερικές λέξεις ενός από τους μεγαλύτερους οικονομολόγους της ελεύθερης αγοράς
“Πώς εντοπίζεται η νόμιμη λεηλασία; Πολύ απλά . Δείτε αν ο νόμος παίρνει από κάποια άτομα ό, τι ανήκει σε αυτά και τα διανέμει σε άλλα άτομα. Δείτε αν ο νόμος ωφελεί έναν πολίτη εις βάρος του άλλου, κάνοντας ό, τι ο ίδιος αυτός πολίτης που ωφελείται δεν θα μπορούσε αλλιώς να κάνει διότι θα θεωρούταν έγκλημα. Η νόμιμη λεηλασία μπορεί να διαπραχθεί με άπειρους τρόπους . Δασμοί, ταρίφες, προστατευτισμός, παροχές, επιδοτήσεις, ενθαρρύνσεις, προοδευτική φορολογία, δημόσια σχολεία , εγγυημένη απασχόληση, εγγυημένα κέρδη, δωρεάν πίστωση, και ούτω καθεξής”. ( Frederic Bastiat – The Law – 1850)
*Ο κ. Ευθύμης Μαραμής είναι επιχειρηματίας/επενδυτής, ανεξάρτητος αναλυτής της αυστριακής σχολής οικονομικών και κοινωνικής οργάνωσης.