“ΙΕΝΕ: Επενδύσεις έως 30 δισ. στην ενέργεια έως το 2025 στην Ελλάδα”.
Διαφήμιση
Επενδύσεις μεταξύ 23,3 δισ. και 30,2 δισ. ευρώ σε θερμικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, ανανεώσιμες πηγές και έρευνες υδρογονανθράκων προβλέπεται να πραγματοποιηθούν στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2017 – 2025 σύμφωνα με την μελέτη του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Συνολικά στις 13 χώρες της περιοχής που εξετάζονται (Δυτικά Βαλκάνια, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Κύπρος και Τουρκία) οι επενδύσεις προβλέπεται να φθάσουν στα 267 δισ. ευρώ, ή 321 δισ. ευρώ στο αισιόδοξο σενάριο. Από αυτά περίπου τα μισά προβλέπεται να επενδυθούν στην Τουρκία (από 125 δισ. ως 141 δισ. ευρώ) η οποία αναμένεται να καταλαμβάνει ολοένα μεγαλύτερο χώρο στον ενεργειακό τομέα της περιοχής.
Συγκεκριμένα η μελέτη προβλέπει ότι η ζήτηση ενέργειας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη ως το 2050 θα τετραπλασιαστεί, στα 219 εκατομμύρια τόνους ισοδυνάμου πετρελαίου το 2050, από 59 το 2015. Το μερίδιο της Τουρκίας στην τελική ζήτηση ενέργειας στο ίδιο διάστημα αναμένεται να αυξηθεί στο 60% από 52%, ενώ αντίθετα η Ελλάδα αναμένεται να καταγράψει τη μεγαλύτερη μείωση του μεριδίου της σε σύγκριση με τις λοιπές χώρες, από 10% σε 7%.
“Η Τουρκία αναδεικνύεται ως κυρίαρχος παράγοντας στη διαμόρφωση της τελικής ενεργειακής ζήτησης της περιοχής” αναφέρει το ΙΕΝΕ και προσθέτει: “Αυτό είναι κατανοητό μιας και η οικονομία της παρουσιάζει σχετικά υψηλά ποσοστά ανάπτυξης σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΝΑ Ευρώπη”.
Στο περιφερειακό ενεργειακό μείγμα δεσπόζουν οι εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ωστόσο διαπιστώνεται έλλειψη επαρκών διασυνδέσεων φυσικού αερίου η οποία εμποδίζει την ανάπτυξη της περιφερειακής αγοράς, αλλά και την αντιμετώπιση κρίσεων εφοδιασμού. Αντίστοιχα στον τομέα του ηλεκτρισμού επισημαίνεται ότι η προώθηση των διεθνών διασυνδέσεων μεταξύ Ιταλίας, Δυτικών Βαλκανίων και Ελλάδας αποτελεί προτεραιότητα για την ολοκλήρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην περιοχή.
Τέλος στη μελέτη καταγράφεται απροθυμία των χωρών να σταματήσουν την ηλεκτροπαραγωγή από άνθρακα/λιγνίτη για λόγους ασφαλείας εφοδιασμού και κόστους, παρά την περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ για “απανθρακοποίηση” της οικονομίας.
πηγή: worldenergynews.gr