Γ. Ασμάτογλου: Ανυπαρξία Ανταγωνισμού στην Ελληνική Αγορά Πετρελαιοειδών
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι τα πετρελαιοειδή είναι απαραίτητα σε όλες τις δραστηριότητες της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, αποτελώντας σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα ανάπτυξης για τις περισσότερες χώρες διεθνώς και φυσικά για την ελληνική οικονομία, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως ως οικονομία “πετρελαίου”. Ο χαρακτηρισμός αυτός πηγάζει από την κυριαρχία του πετρελαίου στο ενεργειακό και εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, τόσο σε όρους ποσοτήτων όσο και σε όρους αξίας. Χαρακτηριστικά το 70% του ενεργειακού ισοζυγίου της Ελλάδας καλύπτεται από τα πετρελαιοειδή. Αποτέλεσμα της κυριαρχίας αυτής είναι πολλαπλές και αλυσιδωτές επιδράσεις των προϊόντων και των διαδικασιών που συνθέτουν την αγορά πετρελαίου σε θεμελιώδεις τομείς της εγχώριας οικονομίας, όπως οι μεταφορές, η βιομηχανία, τα νοικοκυριά, ο αγροτικός τομέας και οι υπηρεσίες.
Τέλος οι ιδιαιτερότητες του πετρελαϊκού κλάδου και των αναδιαρθρώσεων που συντελούνται σε αυτόν, απαιτούν την εξέταση και συγκεκριμένων πολιτικών οικονομικών παραμέτρων στο βαθμό που οι τελευταίοι επηρεάζουν και επηρεάζονται από τις εξελίξεις στον κλάδο.
Μέχρι το 1992 η αγορά πετρελαιοειδών στην Ελλάδα ήταν ελεγχόμενη από το κράτος.. Σύμφωνα με τον Ν.1571/85, το κράτος είχε την ευθύνη της αγοράς και εισαγωγής αργού πετρελαίου, το οποίο διέθετε στα Ελληνικά Διυλιστήρια για διύλιση έναντι καθορισμένης αμοιβής, ενώ οι Εταιρείες Εμπορίας υποχρεώνονταν να αγοράζουν τα προϊόντα για την εσωτερική αγορά από τα Ελληνικά Διυλιστήρια βάσει συγκεκριμένων τιμών και να διαθέτουν τα προϊόντα αυτά στην Ελληνική αγορά σε τιμές καθορισμένες από το Κράτος.
Σήμερα οι εισαγωγές πετρελαιοειδών προϊόντων με βάση το κοινοτικό δίκαιο είναι ελεύθερες υπό την προϋπόθεση να τηρούνται αποθέματα ασφαλείας 90/365 ημερών των εισαχθέντων ποσοτήτων του προηγούμενου έτους.
Η αδυναμία εισαγωγής πετρελαιοειδών προϊόντων σήμερα οφείλεται στην αδιαφάνεια ως προς την κοστολόγηση της χρήσης των αποθηκευτικών χώρων των Εταιρειών με Άδεια Διϋλισης και την μη σύσταση Κεντρικού Φορέα Τήρησης Αποθεμάτων Ασφαλείας, κατά παράβαση του Κοινοτικού Δικαίου.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Ν 3054/2002, σε συνδυασμό με τις ειδικότερες κανονιστικές αποφάσεις της Διοίκησης, το καθεστώς της προμήθειας των πετρελαιοειδών προϊόντων, εντός της ελληνικής αγοράς, για την επαγγελματική τάξη των κατόχων Άδειας Λειτουργίας Πρατηρίων υγρών καυσίμων (περ.α΄ της παρ. 3 του άρ. 7 Ν 3054/2002), ορίζεται συνοπτικά ως εξής :
(i). Δυνάμει του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν 3054/2002 για τις κατηγορίες Αδειών υπό στοιχεία (α) και (β) του ανωτέρω εδαφίου, εισάγεται διάκριση μεταξύ Πρατηρίων που προμηθεύονται καύσιμα, από τις Εταιρίες Εμπορίας Πετρελαιοειδών, δυνάμει αποκλειστικής Σύμβασης Προμήθειας, και εκείνων που δεν είναι δεσμευμένα με Αποκλειστική Σύμβαση Συνεργασίας με συγκεκριμένη Ε.Ε.Π. Τα τελευταία αυτά πρατήρια, προμηθεύονται τα πετρελαιοειδή τους προϊόντα από οποιαδήποτε εταιρία, σύμφωνα με το νόμο, και τα πωλούν χωρίς σηματοδοτική υποχρέωση και αναφορά στην Εταιρία Εμπορίας που εκάστοτε τους τα προμήθευσε.
(ii). Τα Α.Π., όπως και οποιοσδήποτε άλλος φορέας τηρεί τις προϋποθέσεις του δικαιώματος της εισαγωγής υγρών καυσίμων σύμφωνα με τη διατύπωση του νόμου, δύνανται να προμηθεύονται καύσιμα είτε απευθείας από τα Διυλιστήρια (παρ. 1 άρθρου 7 Ν 3335/2005) είτε από τις Εταιρίες Εμπορίας Πετρελαιοειδών της επιλογής τους είτε μέσω Εισαγωγών (παρ. 11 άρθρου 7 Ν 3054/2002).
(iii). Εφόσον τα Α.Π. προμηθεύονται τα καύσιμά τους από Εισαγωγές, επέχουν υποχρέωση τήρησης αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης εντός της ελληνικής επικράτειας, το ύψος των οποίων ανέρχεται σε 90/365 του συνόλου των εισαγωγών του υπόχρεου, κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος (άρθρο 12 παρ. 2 Ν 3054/2002). Τα αποθέματα έκτακτης ανάγκης τηρούνται σε αποθηκευτικούς χώρους οι οποίοι έχουν πιστοποιηθεί ως Αποθήκες Τήρησης Αποθεμάτων Έκτακτης Ανάγκης σύμφωνα με τον Κανονισμό Τήρησης Αποθεμάτων Ασφαλείας (άρθρο 7).
(iv). Σύμφωνα όμως με το άρθρο 10, παρ. 4 του Κανονισμού Τήρησης Αποθεμάτων Έκτακτης ανάγκης οι εγκαταστάσεις των κατόχων Άδειας Λιανικής Εμπορίας που πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τις ανάγκες άσκησης της δραστηριότητας λιανικής εμπορίας, δεν πιστοποιούνται ως αποθήκες τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας. Τα Α.Π. συνεπώς αναγκαστικά στρέφονται προς τα Διυλιστήρια και τους δικούς τους πιστοποιημένους αποθηκευτικούς χώρους. Με τον τρόπο όμως αυτό οι εισαγωγές διυλισμένων ετοίμων καυσίμων τελικά καταλήγουν να εξαρτώνται από την βούληση των διυλιστηρίων, να αποδεχθούν να διαθέσουν στην εγχώρια αγορά, προϊόντα ευθέως ανταγωνιστικά στην δική τους παραγωγή. Η παραπάνω ακριβώς πρακτική οδήγησε το 2001, στην καταδίκη της Ελλάδας, με την έκδοση της με αριθμό C- 398/1998 της 25.10.2001 απόφασης του ΔΕΚ, για διακριτική μεταχείριση.
Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό ότι η πρόσβαση των δυνητικών εισαγωγέων σε τέτοιες εγκαταστάσεις, παραμένει μέχρι στιγμής, μία θεωρητική μόνο δυνατότητα, δεδομένου ότι ο φορέας της εγκατάστασης δεν είναι υποχρεωμένος να αποδεχθεί την τήρηση αποθεμάτων ασφαλείας για λογαριασμό τρίτων. Αντιθέτως μάλιστα μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση του υπόχρεου προς τήρηση, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως, όταν δεν διαθέτει περίσσευμα αποθηκευτικού χώρου ή κατάλληλο αποθηκευτικό χώρο για την τήρηση αποθέματος συγκεκριμένου πετρελαιοειδούς προϊόντος ή όταν η πρόσβαση του υπόχρεου δυσχεραίνει τη λειτουργία της εγκατάστασης κλπ. (άρθρο 19 του Κανονισμού Τήρησης Αποθεμάτων Ασφαλείας).
Πράγματι, όπως διαπιστώθηκε και στην από Σεπτέμβριο 2006 Έκθεση Διαβούλευσης της εθνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού : «Από την έως τώρα έρευνα της Υπηρεσίας στον κλάδο των πετρελαιοειδών, προέκυψε ότι η πρόσβαση τρίτων στις πιστοποιημένες αποθήκες τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας είναι σημαντικά περιορισμένη. (…) Σε σημαντικό πρόβλημα θα μπορούσε να θεωρηθεί το γεγονός ότι δυνάμει του περιορισμού του άρθρου 12. παρ. 1 του Ν. 3054/02, τα αποθέματα ασφαλείας πρέπει υποχρεωτικά να τηρούνται εντός της ελληνικής επικράτειας. Η νομική αυτή δέσμευση δεν ισχύει σε άλλες (ευρωπαϊκές) χώρες. Οι τιμές δε με τις οποίες χρεώνουν και τα δύο εγχώρια διυλιστήρια τις εταιρείες εμπορίας στην Ελλάδα ενδέχεται να είναι υψηλότερες από τις αντίστοιχες των άλλων χωρών της Ε.Ε παρά το χαμηλό κόστος αργού που απολαμβάνουν οι εγχώριες εταιρείες διύλισης Η κατάσταση επιδεινώνεται σημαντικά από την έλλειψη αποθηκευτικών χώρων προκειμένου οι δυνητικοί εισαγωγείς να μπορούν να εκπληρώσουν την εκ του νόμου επιβολή υποχρέωσης τήρησης των αποθεμάτων ασφαλείας που αντιστοιχεί στην εισαγόμενη ποσότητα. Με άλλα λόγια, η υποχρέωση τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας φαίνεται να καθιστά τις απευθείας εισαγωγές ασύμφορες» και κατά συνέπεια αδύνατες.
Με όλα τα παραπάνω η ανυπαρξία του ανταγωνισμού στην Ελληνική Αγορά Πετρελαιοειδών, είναι δεδομένη και ορατή..