Ενεργειακές διεργασίες στην Ανατ. Μεσόγειο
Το τελευταίο διάστημα διαπιστώνεται έντονη κινητικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο γύρω από το ενεργειακό. Είναι, λοιπόν, χρήσιμο να εντοπίσουμε τις δυναμικές, σημειώνοντας, πάντως, πως ανατροπές είναι πιθανές λόγω της γενικότερης ρευστότητας.
Το 2015 εκ των κυριότερων εξελίξεων υπήρξαν η δημιουργία προϋποθέσεων για την επιστροφή του Ιράν στην ενεργειακή σκακιέρα, η ανακάλυψη ενός ιδιαίτερα ελπιδοφόρου αιγυπτιακού κοιτάσματος (Ζορ) και η συμφωνία για αποστολή 5 δισ. κ.μ. ισραηλινού αερίου από το πεδίο Ταμάρ στην Αίγυπτο. Η τελευταία εκτιμάται πως, λόγω του Ζορ, θα μπορεί –σε περίπου μία δεκαετία– να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες της και να αξιοποιήσει τα δύο υφιστάμενα υπολειτουργούντα εργοστάσια υγροποίησης για εξαγωγές (Ισραήλ και Κύπρος μπορούν νωρίτερα να συμπληρώσουν ποσότητες), επιζητώντας πρωταγωνιστικό ρόλο. Αυτό θα διευκολύνει την προσπάθεια του Αλ Σίσι να σταθεροποιηθεί στην εξουσία, με το δέλεαρ της οικονομικής ανάπτυξης και της διασύνδεσης με την Ευρώπη.
Ωστόσο, οι σημαντικές καθυστερήσεις στις αποφάσεις του Ισραήλ, η συνειδητοποίηση ότι τα τωρινά αποθέματα της Κύπρου δεν αρκούν για να επιτρέψουν στη Λευκωσία την εκπλήρωση μεγαλεπήβολων σχεδίων, η παρατεταμένη εσωτερική αστάθεια στον Λίβανο, που δεν επιτρέπει την ανάληψη πρωτοβουλιών, καθώς επίσης και η διατήρηση των τιμών του πετρελαίου σε χαμηλά επίπεδα, η οποία έστρεψε τις εταιρείες προς οικονομικότερες και αποδοτικότερες λύσεις, μακριά από πολυπλοκότητες όπως της Ανατολικής Μεσογείου, προκαλούν προβληματισμό για τις προοπτικές της περιοχής. Ετσι, η διοχέτευση των γειτονικών αγορών αποτελεί σε πρώτη φάση προτεραιότητα, με την Τουρκία να προβάλλει ως «προσιτός» προορισμός.
Επομένως, η απόπειρα αποκατάστασης των διμερών σχέσεων Ισραήλ-Τουρκίας, μολονότι θα παραμείνει ανολοκλήρωτη απαιτώντας χρόνο, αποσκοπεί και στη σχετική εναρμόνιση των ενεργειακών τους συμφερόντων. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που η μεν Αγκυρα επιζητάει πλέον διαφοροποίηση έναντι της Μόσχας, το δε Τελ Αβίβ αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως απεμπολεί τη δεσπόζουσα θέση του, αντικαθιστάμενο από το Κάιρο, με επακόλουθο να συρρικνώνονται οι επιλογές διάθεσης του αερίου του. Επιπρόσθετα, τυχόν συμβολαιοποίηση το προσεχές διάστημα μέσω μακροχρόνιων συμβάσεων για 7-10 δισ. κ.μ. θα παράσχει στις επί το πλείστον μικρομεσαίου βεληνεκούς εταιρείες (εξαιρουμένης της BG) που δραστηριοποιούνται στο Leviathan την αναγκαία ρευστότητα ώστε να χρηματοδοτήσουν νέα projects.
Συνέπεια των παραπάνω, η τουρκική εναλλακτική κερδίζει πόντους, σε συγκεκριμένους επιχειρηματικούς αλλά και εκτός περιοχής πολιτικούς κύκλους. Οχι τόσο ως δίοδος προς την Ευρώπη, καθώς ο ρόλος της ασταθούς Αγκυρας είναι ήδη ιδιαίτερα αναβαθμισμένος –δεδομένου ότι σχεδόν όλα τα σχέδια του νότιου ενεργειακού διαδρόμου που παρακάμπτουν τη Ρωσία προβλέπεται να διέρχονται από την επικράτειά της– όσο ως αγορά. Αυτή τη στιγμή η Τουρκία απορροφά 50 δισ. κ.μ. φυσικού αερίου, από τα οποία περίπου το 55% προέρχεται από τη Ρωσία. Με ορατό το ενδεχόμενο να μην λάβει επιπλέον 16 δισ. κ.μ. ρωσικού αερίου, όπως προέβλεπε η συμφωνία για τον Turkish Stream, εύλογα θα απευθυνθεί προς Αζερμπαϊτζάν, Κατάρ, κουρδικό Ιράκ, αλλά και Ανατολική Μεσόγειο, προκειμένου να διαφοροποιήσει τους προμηθευτές της, κατοχυρώνοντας και τις μελλοντικές της καταναλώσεις, με τις εκτιμήσεις να τις εκτοξεύουν στα 70 δισ. κ.μ. σε βάθος 15ετίας.
Από την άλλη, το country risk είναι αξιοσημείωτα υπολογίσιμο, προϋπόθεση –υπό αμφισβήτηση– για την αύξηση της κατανάλωσης είναι η διατήρηση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της προηγούμενης περιόδου, ο απρόβλεπτος παράγοντας Ερντογάν συντηρεί το έλλειμμα εμπιστοσύνης, ενώ τα πολλά ανοικτά μέτωπα εγείρουν αμφιβολίες για τον βαθμό σταθερότητας της χώρας στο μέλλον. Δεδομένης και της ευμετάβλητης κατάστασης στο Κάιρο, τυχόν δέσμευση των ενεργειακών πόρων Ισραήλ και Κύπρου από Αίγυπτο –για εξαγωγές προς τρίτες αγορές– και Τουρκία (ως περιφερειακό πελάτη) συνεπάγεται υψηλό γεωπολιτικό ρίσκο. Ασφαλώς, η διασπορά κινδύνου θα ήταν πιο ορθολογική αν στις επιλογές τους προσέθεταν την απευθείας τροφοδότηση της ώριμης και λειτουργικής ευρωπαϊκής αγοράς.
Εδώ η Ελλάδα δύναται να προσφέρει μία αξιόπιστη εναλλακτική, αρκεί έγκαιρα να διασυνδεθεί (κυρίως με κάθετους άξονες) με το ευρωπαϊκό δίκτυο, διευρύνοντας τις εξαγωγικές της δυνατότητες τόσο ποσοτικά όσο και γεωγραφικά (πέραν, δηλαδή, της ΝΑ Ευρώπης). Εντούτοις, η υπέρμετρη καλλιέργεια, και δη δημόσια, προσδοκιών είναι αχρείαστη, αν όχι βλαπτική, καθώς κινητοποιεί έτερες δυνάμεις, ενώ όσο δεν προκύπτει κάποια απτή συμφωνία επέρχεται απογοήτευση εκατέρωθεν.
Στις τελικές αποφάσεις θα σταθμιστούν, μεταξύ άλλων, ο ανταγωνισμός, οι ανάγκες της αγοράς, οι οικονομίες κλίμακας, η επίτευξη ευνοϊκότερων τιμών/συμβολαίων και η μικρότερη δυνατή έκθεση σε πάσης φύσεως κινδύνους. Πάντως, ο πλουραλισμός των επιλογών διάθεσης και οι κατάλληλες –σε αξιοπιστία και προβλεψιμότητα– συμμαχίες θα περιορίσουν αισθητά τα μακροχρόνια ρίσκα, εδραιώνοντας σταδιακά ένα νέο status quo στρατηγικών συγκλίσεων με αιχμή του δόρατος την ενέργεια.
* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Έντυπη Καθημερινή