Εν αναμονή άρσης του ιρανικού εμπάργκο τα ΕΛΠΕ – Παραμένει ο στόχος για 4 εκατ. βαρέλια την ημέρα
Θ. Τσακίρης – Κατανοώντας τον Εχθρό μας: Μια πολυπρισματική ανάλυση των επιθέσεων της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι.
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις που έλαβαν χώρα στο Παρίσι την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου αποτελούν ίσως την τελευταία προειδοποίηση προς την ευρωπαϊκή και ευρω-ατλαντική ηγεσία αναφορικά με την επικινδυνότητα του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους (α-ΙΚ) σε ότι αφορά την ικανότητά του να βλάψει καίρια συμφέροντα ασφάλειας ακόμη και ορισμένων από τα ισχυρότερα στρατιωτικώς κράτη της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ, όπως η Γαλλία. Το γεγονός ότι οι επιθέσεις αυτές έλαβαν χώρα στο Παρίσι, έντεκα μόλις μήνες μετά το Charlie Hebdo, είναι από μόνο του δηλωτικό του βαθμού επιτήδευσης τους σε μια χώρα που μάλιστα διαθέτει ένα από τα αυστηρότερα νομικά πλαίσια κατά της παράνομης οπλοκατοχής. Η γαλλική κυβέρνηση δεν δικαιούται να επιχειρηματολογεί ότι αιφνιδιάστηκε.
Βρίσκονταν επί ποδός πολέμου εδώ και 11 μήνες και τη στιγμή που εκτελείτο το σχέδιο της τριπλής επίθεσης περιπολούσαν στην ευρύτερη περιοχή του Παρισιού περί τις 7.000 στρατιώτες. Η επίθεση αυτή δεν αποτελούσε επίθεση “μοναχικού λύκου” όπως αυτή του Charlie Hebdo. Οι επιθέσεις αυτές έχουν συνήθως περιορισμένο αριθμό θυμάτων και καταλήγουν στη σύλληψη ή εκτέλεση των επιτιθέμενων τρομοκρατών σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Εκτελούνται από ερασιτεχνικές ομάδες κρούσεις χωρίς σχεδιασμό, χωρίς λεπτομερή προετοιμασία και χωρίς επιτελικά χαρακτηριστικά δράσης που περιλαμβάνουν πάντοτε ένα οργανωμένο σχέδιο διαφυγής.
Οι επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου ακολούθησαν ένα στρατηγικό σχέδιο δράσης που απαιτούσε το συντονισμό πολλαπλών ομάδων κρούσης οι οποίες οργανώθηκαν και προετοιμάστηκαν επί μήνες και προσέφεραν στους επικεφαλείς του επιτελικού σχεδιασμού ένα σαφές σχέδιο διαφυγής που μια εβδομάδα μετά την επίθεση εξακολουθεί να λειτουργεί. Το γεγονός ότι στην ομάδα κρούσης συμπεριλαμβάνονταν τουλάχιστον 2 γνωστοί ριζοσπαστικοποιημένοι ισλαμιστές, ο ένας γαλλικής και ο άλλος βελγικής ιθαγένειας που εξακολουθεί να διαφεύγει, πρέπει να μας προβληματίσει περαιτέρω καθώς ειδικά ο “βέλγος τζιχαντιστής” είχε ταξιδεύσει αρκετές φορές στη Συρία τα τελευταία έτη.
Οι πρώτες απόπειρες ερμηνείας των επιθέσεων αυτών κατέφυγαν σε κοινωνιολογικές προσεγγίσεις που επιδιώκουν να συνδέσουν αιτιολογικά τον σουνιτικό τζιχαντισμό και τη διεισδυτικότητα του μηνύματος του σε τμήμα της ευρωπαϊκής μουσουλμανικής νεολαίας στην γκετοποίηση, τη φτωχοποίηση και τον εν γένει κοινωνικό αποκλεισμό της από τις δυτικο-ευρωπαϊκές νεοφιλελεύθερες κοινωνίες που “απέτυχαν να τους ενσωματώσουν”.
Παρά το γεγονός ότι η γκετοποίηση αυτή υπάρχει οι εν λόγω κοινωνίες και πρωτίστως η γαλλική, όπου οι Μουσουλμάνοι τω θρήσκευμα πολίτες αποτελούν το 7,5% του συνολικού πληθυσμού, έχουν επιτύχει σε μεγάλο βαθμό να ενσωματώσουν τους εν λόγω πληθυσμούς προσφέροντας τους συνθήκες διαβίωσης και προοπτικές κοινωνικής/επαγγελματικής ανέλιξης που δεν θα ονειρεύονταν ποτέ ότι υπήρχαν στις μετα-αποικιακές πατρογονικές τους εστίες.
Εδώ και δεκαετίες οι γαλλικές κυβερνήσεις διαθέτουν τουλάχιστον ένα μουσουλμάνο τω θρήσκευμα υπουργό και προφανώς οι εν λόγω πληθυσμοί αν και κατά πλειοψηφία ανήκουν στα κατώτερα και μέσα εισοδηματικά στρώματα δεν είναι γκετοποιημένοι ή ριζοσπαστικοποιημένοι. Ακόμη και η συντριπτική πλειοψηφία εκείνων των πληθυσμών που διαβιούν στα γκέτο του Παρισιού και άλλων δυτικοευρωπαϊκών πόλεων δεν είναι ριζοσπαστικοποιημένοι ούτε και προστρέχουν να ασπασθούν το δηλητηριώδες μήνυμα των διαφόρων τζιχαντιστικών οργανώσεων.
Από τα δεκάδες εκατομμύρια Μουσουλμάνων που διαβιούν ως πολίτες ευρωπαϊκών κρατών, μια μειοψηφία της τάξης περίπου των 10.000-20.000 έχουν πολεμήσει υπέρ του α-ΙΚ ή της Αλ-Καϊντα στη Συρία τα περίπου πέντε χρόνια που διαρκεί ο πόλεμος κατά του Άσαντ. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τα εκατομμύρια των μεταναστών που προσφεύγουν στην Ευρώπη από τη Συρία και το Ιράκ οι οποίοι επιχειρούν να γλυτώσουν από τη βία που σε μεγάλο βαθμό -ιδίως στην περίπτωση του Ιράκ- προκαλούν οι τζιχαντιστικές ταξιαρχίες του α-ΙΚ.
Το πρόβλημα για τη Δυτική Ευρώπη δεν είναι ότι το μοντέλο ενσωμάτωσης δεν λειτουργεί, αλλά ότι δεν έχουν οικοδομηθεί ακόμη εκείνοι οι μηχανισμοί πρόληψης & αποτροπής που δημιουργήθηκαν στις Η.Π.Α μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίο για να ανασχέσουν και να προκαταλάβουν το φαινόμενο του τζιχαντισμού μεταξύ εκείνων των μικρών τμημάτων του πληθυσμού όπου η στρατηγική της ενσωμάτωσης δεν λειτούργησε.
Αυτή η στρατηγική ολιγωρία της Ευρώπης είναι ενδεικτική του γενικότερου προβλήματος που αντιμετωπίζει ο πυρήνας του ευρωπαϊκού πειράματος πολιτικής ολοκλήρωσης και του κενού ασφαλείας που δημιουργεί η απουσία ομοσπονδιακών δομών αστυνόμευσης, συγκέντρωσης και διανομής πληροφοριών στην Ευρώπη εν αντιθέσει με τις ΗΠΑ.
Στις ΗΠΑ το σύστημα αντιτρομοκρατικής αυτοπροστασίας -παρά τα όποια προβλήματα που δημιούργησαν πτυχές της νομοθεσίας του Patrioc Act- λειτουργεί αποτελεσματικά μετά το 2001. Εδώ και 15 περίπου χρόνια δεν έχει σημειωθεί καμία τρομοκρατική επίθεση ανάλογης εμβέλειας ούτε με αυτή της 11ης Σεπτεμβριού 2011 ούτε με αυτή που έλαβε χώρα στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου 2015.
Υπάρχουν βεβαίως περιστατικά επιθέσεων τύπου “μοναχικών λύκων” με χαρακτηριστικότερο την επίθεση των τσετσένων αδελφών Tsarnaev στο μαραθώνιο της Βοστώνης τον Απρίλιο του 2013 αλλά δεν υπάρχουν δεκάδες ή εκατοντάδες νεκροί όπως έχουν υπάρξει στην Ευρώπη μετά την ευρωπαϊκή 11η Σεπτεμβρίου που δεν έλαβε χώρα στο Παρίσι το 2015 αλλά στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό Ατότσα της Μαδρίτης στις 11 Μαρτίου 2004 προκαλώντας το θάνατο 191 ανθρώπων.
Το γεγονός ότι η επίθεση αυτή όπως και οι μετέπειτα βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 2005 αντιμετωπίστηκαν όχι ως η ευρωπαϊκή αλλά ως η ισπανική ή η βρετανική 11η Σεπτεμβρίου είναι δηλωτικό του ευρωπαϊκού προβλήματος. Καθώς οι ΗΠΑ αυτοπροστατεύθηκαν σκληραίνοντας τα μέτρα άμυνας τους οι τζιχαντιστές στράφηκαν στον γεωγραφικά εγγύτερο και περισσότερο ευάλωτο στόχο που είναι οι ανοικτές κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης και η στρατηγική τους συμμαχία με τις ΗΠΑ.
Την περίοδο εκείνη τα χτυπήματα αυτά αποσκοπούσαν στο να διασπάσουν την αμερικανο-ευρωπαϊκή συμμαχία που είχε οικοδομηθεί για την απομάκρυνση του Saddam Hussein κάτι το οποίο επετεύχθη στην περίπτωση της Ισπανίας και της Ιταλίας αλλά όχι της Βρετανίας. Τα χτυπήματα του α-ΙΚ κατά γαλλικών και ρωσικών στόχων επιδιώκουν όχι μόνο την αντίστοιχη αλλαγή πλεύσης της πολιτικής τους στη Συρία αλλά χρησιμεύουν παράλληλα ως εργαλεία στρατολόγησης σε μεγάλη κλίμακα.
Το πρόβλημα της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας είναι ουσιωδώς διεθνικό αλλά τα ευρωπαϊκά κράτη επιμένουν να το αντιμετωπίζουν κατά κύριο λόγο εντός των εθνικών κρατικών δομών και αυτό φάνηκε από την ατέλεια επικοινωνίας μεταξύ κρατών που βρίσκονται τόσο κοντά -από κάθε άποψη- το ένα στο άλλο, όσο βρίσκονται η Γαλλία και το Βέλγιο. Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καθυστέρησαν πάρα πολύ να λάβουν μέτρα φιλτραρίσματος και απαγόρευσης της διακίνησης πληροφοριών στο διαδίκτυο μέσω του οποίου το α-ΙΚ διαθέτει την πλειοψηφία του φρικώδους προπαγανδιστικού του υλικού.
Ανάλογη ολιγωρία υπήρξε στην απαγόρευση μετακίνησης και εν συνεχεία την παρακολούθηση εκείνων που εδώ και πέντε έτη πηγαινοέρχονται στη Συρία δια μέσου κυρίως της Τουρκίας όπως και στην απροθυμία της Τουρκίας να ελέγξει αυτές τις ροές δια του εδάφους της έως το σημείο που το α-ΙΚ άρχισε να βομβαρδίσει την ίδια την Τουρκία το περασμένο καλοκαίρι. Μετά την εντυπωσιακή εμφάνιση του α-ΙΚ στη Συρία το 2013 η ολιγωρία αυτή έλαβε τη μορφή στρατηγικής αυτοτύφλωσης.
Εκεί ωστόσο όπου η ολιγωρία ελάβε χαρακτηριστικά αυτο-παράλυσης ήταν στην στρέβλωση των νόμων της ελευθερίας σκέψης και έκφρασης σε πολλά δυτικοευρωπαϊκά κράτη που επέτρεψε σε ιμάμηδες που πολλές φορές κήρυτταν το μήνυμα του τζιχαντισμού να παραμείνουν ανενόχλητοι, ενώ θα έπρεπε είτε να απελαθούν είτε να διωχθούν ποινικά κατά τον ίδιο (τουλάχιστον) τρόπο με τον οποίο διώκονται στη Γαλλία οι αρνητές του ολοκαυτώματος και της αρμενικής γενοκτονίας.
Ακόμη ωστόσο και στην περίπτωση κατά την οποία τα ανωτέρω εξωτερικά ερεθίσματα καταπολεμηθούν ουσιαστικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στερεύσει η ροή εθελοντών προς το α-ΙΚ το στρατηγικό πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί παραμένει. Η πλειοψηφία άλλωστε των εθελοντών του συγκεκριμένου τρομοκρατικού μορφώματος δεν προέρχεται από την Ευρώπη αλλά από τα αραβικά κράτη της Μέσης Ανατολής και την περιοχή της Κεντρική Ασία με επίκεντρο την κοιλάδα Φεργκάνα.
Σε γεωπολιτικό επίπεδο οι επιθέσεις στο Παρίσι και η βούληση της Γαλλίας να επιτεθεί στο α-ΙΚ με στόχο την εξολόθρευση και όχι την ανάσχεσή του, κάτι που αποτελεί έως σήμερα την αμερικανική στρατηγική, αναμένεται να περιπλέξει περαιτέρω την κατάσταση στο Συριακό. Η διεύρυνση των γαλλικών βομβαρδισμών με την έλευση του αεροπλανοφόρου Charles de Gaulle στα ανοικτά των κυπριακών ακτών θα επιτείνει την αεροπορική πίεση κατά του α-ΙΚ κάτι που ήδη γίνεται και από την πλευρά της Ρωσίας μετά την τρομοκρατική του επίθεση στο Sharm el-Sheikh.
Θα μπορέσει το Παρίσι να πείσει την προεδρία Ομπάμα να ηγηθεί μιας εκτεταμένης στρατιωτικής επιχείρησης κατά του α-ΙΚ που αναπόδραστα θα συμπεριλάβει και την χρησιμοποίηση χερσαίων δυνάμεων σε μεγάλη κλίμακα; και κατά πόσο πρόθυμο είναι το Παρίσι να προχωρήσει σε χερσαία εμπλοκή του στη Συρία; Η απάντηση σε αμφότερα τα ερωτήματα είναι εξαιρετικά αμφίβολη.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μετακινηθεί εντυπωσιακά η αμερικανική στρατηγική ένα περίπου χρόνο πρίν από τις προεδρικές εκλογές του 2016 παρά την πίεση πολλών ρεπουμπλικανών γερουσιαστών και είναι σχεδόν απίθανο ότι η Γαλλία θα προχωρήσει μόνη της σε χερσαίες στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του α-ΙΚ. Κάτι τέτοιο εκτός από δύσκολο επιχειρησιακά, καθώς το Παρίσι δεν διαθέτει καμία στρατιωτική βάση πέριξ της Συρίας, θα προκαλούσε -με δεδομένο το γαλλικό αποικιακό παρελθόν- την κατακραυγή μεγάλης μερίδας των αραβικών πληθυσμών του Λεβάντε ενισχύοντας τη στρατολόγηση των τζιχαντιστών και διασφαλίζοντας την ενεργητική αντίσταση του σιιτικού άξονα που πολεμάει υπέρ του καθεστώτος Άσαντ από το 2012.
Η Τουρκία που θεωρητικά διαθέτει τις μοναδικές αξιόπιστες στρατιωτικές δυνάμεις της ευρύτερης περιοχής που θα μπορούσαν να συντρίψουν το α-ΙΚ δεν μπορεί να παρέμβει μονομερώς χωρίς να έρθει σε ευθεία σύγκρουση όχι μόνο με την Χεζμπόλα και το Ιράν αλλά και την ίδια τη Σαουδική Αραβία που δεν θα ανεχόταν τη δημιουργία ενός τουρκικού προτεκτοράτου στην μετα-ασαντική Συρία. Σε κάθε περίπτωση χερσαίες στρατιωτικές επεμβάσεις από κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ στη Συρία θα πρέπει μάλλον να αποκλείονται μετά τη ρωσική επέμβαση του περασμένου Οκτωβρίου.
Μπορεί λοιπόν η εντατικοποίηση των αεροπορικών πληγμάτων κατά του α-ΙΚ να αποδυναμώσει την τζιχαντιστική οργάνωση σε σημείο που θα μπορέσει να ηττηθεί κατά κράτος από τις χερσαίες δυνάμεις των κούρδων του Ιράκ, των κούρδων της Συρίας, του φιλο-Ασαντικού συνασπισμού και του σιιτικού ιρακινού στρατού; Η εμπειρία των τελευταίων 18 μηνών δεν φαίνεται να συνηγορεί σε κάτι τέτοιο παρά την απώλεια εδαφών από τους μαχητές του αυτοανακηρυχθέντος Χαλιφάτου στο Κομπανί, στη Φαλούτζα και στο Σιντζάρ.
Η ρωσική εμπλοκή και η γαλλική αντίδραση μπορούν προφανώς να μεταβάλλουν τα δεδομένα αλλά για να είναι αποτελεσματική και στο έδαφος είτε θα πρέπει να επέλθει εκεχειρία μεταξύ όλων των υπολοίπων αντιμαχομένων στη Συρία είτε θα πρέπει να επιτευχθεί ένας ουσιαστικός συντονισμός της δράσης του Άσαντ με τους Κούρδους της Συρίας και τον ιρακινό σιιτικό στρατό ώστε το α-ΙΚ να χτυπηθεί συντονισμένα σε πολλαπλά μέτωπα και ταυτοχρόνως για να καταρρεύσει η ομολογουμένως δεινή επιμελητειακή και επιτελική του ικανότητα. Ένας τέτοιος συνασπισμός προϋποθέτει ένα ευρύτερο πλαίσιο ελάχιστης πολιτικής συνεννόησης μεταξύ Ρωσίας-ΗΠΑ-Γαλλίας για το μέλλον του Άσαντ όπου η ασυνεννοησία μάλλον φαίνεται να εξακολουθεί παρά τις επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου.
* του Δρ. Θεόδωρου Τσακίρη ( tsakiris.t@unic.ac.cy), Επίκουρου Καθηγητή Γεωπολιτικής & Οικονομικών των Υδρογονανθράκων στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας