Η απόγνωση είναι κακός σύμβουλος, σύντροφοι!
Η πολιτική αναμφίβολα πρέπει να ασκείται με καθαρό μυαλό, με σαφή ιεράρχηση στόχων, με ψυχρή ανάλυση του συσχετισμού των δυνάμεων και με σχεδιασμό των τακτικών κινήσεων που απαιτούνται για την επίτευξη του τελικού σκοπού. Απαραιτήτως, μια συγκροτημένη πολιτική διαθέτει και τα εναλλακτικά σενάρια για την περίπτωση που υπάρξουν απρόβλεπτες καταστάσεις.
Δηλαδή η χάραξη της πολιτικής είναι μια σύνθετη συλλογική διαδικασία, μακριά από συναισθηματικές εκρήξεις και αντιδράσεις που επηρεάζουν αρνητικά την κρίση όλων αυτών που συμμετέχουν στον στρατηγικό σχεδιασμό.
Μα το κυριότερο απ΄ όλα, η πολιτική πρέπει να εκπονείται με την ψυχολογική άνεση που παρέχει η ύπαρξη πολλών εναλλακτικών, που ακυρώνουν τον εγκλωβισμό ή τον αυτοεγκλωβισμό σε μονοδρομικές ή αδιέξοδες καταστάσεις. Γιατί σε αυτήν την περίπτωση την πρωτοβουλία την έχει ο αντίπαλος. Ως γνωστόν: «μην στηρίζεστε στο ότι ο εχθρός δεν θα επιτεθεί. Να στηρίζεστε στο ότι η θέση σας δεν επιτρέπει την επίθεση του». (Σουν Τσου, Η Τέχνη του πολέμου, 500 π.Χ.)
Σε κατάσταση αυτοεγκλωβισμού έχει περιέλθει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από τις 13 Ιουλίου 2015, όταν υποχρεώθηκε να υπογράψει το δικό της, το αριστερό μνημόνιο. Όσες προσπάθειες και να έκαναν οι θεωρητικοί του ΣΥΡΙΖΑ να επενδύσουν τη νέα τους πολιτική με λενινιστικά τσιτάτα το αποτέλεσμα δεν άλλαξε. Πρέπει να εφαρμόσουν αυτά που υπέγραψαν.
Και επειδή δεν τολμούν να το κάνουν, φοβούμενοι το πολιτικό κόστος και τη συνακόλουθη εξαέρωση τους, μεταθέτουν διαρκώς τη διαδικασία της αξιολόγησης. Βέβαια γνωρίζουν από την περσινή τους οδυνηρή εμπειρία πως η κλεψύδρα κάποτε αδειάζει και αυτή η στιγμή έρχεται ταχύτατα.
Έτσι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, ευρισκόμενη σε μια ανάμεικτη κατάσταση πανικού και απόγνωσης, κατέφυγε στο απολύτως εξευτελιστικό όπλο της δημόσιας χρήσης προϊόντος εγκλήματος. Και μάλιστα το χρησιμοποίησε όχι κατά εγχωρίου πολιτικού αντιπάλου, αλλά κατά ενός οργανισμού με παγκόσμιο κύρος και οικονομική ισχύ.
Κακοί μαθητές του σχολαρχείου της ΣΤΑΖΙ, μωρές ουρσουλίνες των σχολών της μεγάλης Σοβιετίας, δεν κατανόησαν πως οι υποκλοπές διαπράττονται για ίδια χρήση και το περιεχόμενο τους δεν δημοσιοποιείται. Πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση δημόσιας καταγγελίας.
Αλλά οι μικρόνοες του Μεγάρου Μαξίμου νόμιζαν πως βρίσκονταν στα φοιτητικά αμφιθέατρα και κατήγγελλαν την αντίπαλη παράταξη υπό τα χειροκροτήματα των ομοϊδεατών τους. Σε αυτόν τον κόσμο κινούνταν, τις συμπεριφορές αυτού του κόσμου γνωρίζουν.
Η διεθνής αποδοκιμασία υπήρξε άμεση. Μια γερμανική εφημερίδα υπέδειξε την ΕΥΠ ως αυτουργό της υποκλοπής, ενώ οι Financial Times θεωρούν τον Α. Τσίπρα αναξιόπιστο εταίρο και η γερμανική κυβέρνηση καταδίκασε την πρακτική των υποκλοπών. Συγχρόνως Μέρκελ και Λαγκάρντ, κατά τη συνάντηση τους, επαναβεβαίωσαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Και τι έμεινε από όλη αυτήν την ιστορία, πέραν του διεθνούς διασυρμού της χώρας; Έμεινε και η διαπίστωση, για μια ακόμα φορά, της ανικανότητα του Α. Τσίπρα να χειρισθεί κρίσιμες καταστάσεις με πολιτικές συμπεριφορές συμβατές προς αυτές των ευρωπαϊκών κρατών. Κάτι που είναι απόρροια όχι μόνον της διαφορετικής πολιτικής κουλτούρας των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της κατάστασης πανικού στην οποίαν εύκολα περιπίπτουν.
Ένα λογικό συμπέρασμα που μπορούμε να εξάγουμε από την υπόθεση της υποκλοπής είναι πως κάθε φορά που λέμε πως «πιο κάτω δεν γίνεται, πιάσαμε πάτο» διαπιστώνουμε πως υπάρχει πιο κάτω, πως ο πάτος είναι μια επιφάνεια που μόλις την πατάμε και αισθανόμαστε ανακουφισμένοι γι΄ αυτό, υποχωρεί κι άλλο. Φαίνεται πως η κατάπτωση μας είναι μια ατέρμονη διαδικασία.