«Απαγορευμένος καρπός» το φθηνό πετρέλαιο για τους καταναλωτές
4/4/2020
Η αγορά του πετρελαίου «πλέει» σε αχαρτογράφητα νερά και αυτή τη στιγμή κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ούτε καν σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα την πορεία των τιμών.
«Απαγορευμένο καρπό» αποτελεί για τους καταναλωτές το φθηνό πετρέλαιο, από το οποίο επωφελούνται τελικά εκείνοι οι οποίοι όχι μόνο μένουν σπίτι αλλά έχουν διατηρήσει τις υπό εξαφάνιση λόγω των «πράσινων παρεμβάσεων» εξοικονόμησης ενέργειας κεντρικές ή αυτόνομες θερμάνσεις πετρελαίου. Χάρη στη μειωμένη τιμή του πετρελαίου, η οποία κυμαίνεται γύρω στα 80 λεπτά, οι παραγγελίες έχουν σημειώσει σημαντική άνοδο αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να συντηρήσει την αγορά, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι οδεύουμε προς το τέλος της σεζόν.
Το πετρέλαιο, παρά την σημαντική άνοδο των τελευταίων δύο ημερών όπου έφθασε στα 32 δολάρια, εξακολουθεί να κινείται σε χαμηλά επίπεδα λόγω της πανδημίας COVID-19 και του γενικού lockdown. Τα αυτοκίνητα βρίσκονται κλεισμένα στα γκαράζ ή παρκαρισμένα μόνιμα πλέον στις γειτονιές, οι διακοπές του Πάσχα φαντάζουν σαν ένα μακρινό όνειρο και η επιχειρηματική και βιομηχανική δραστηριότητα βάζουν σταδιακά φρένο.
Έτσι, παρά το γεγονός ότι η τιμές των καυσίμων κίνησης είναι σχετικά χαμηλότερες σε σχέση με πριν από κάποιους μήνες, όταν το πετρέλαιο «φλέρταρε» με τα 70 δολάρια, οι οδηγοί δεν μπορούν να επωφεληθούν από τη μικρή αυτή μείωση στην τιμή της αντλίας (γιατί μικρή είναι αν αναλογιστεί κανείς ότι λόγω των φόρων και των επιβαρύνσεων μόνο το 35% της τιμής που πληρώνει ο Έλληνας καταναλωτής επηρεάζεται από τις αυξομειώσεις των διεθνών τιμών).
Υπό αυτές τις συνθήκες, αγορά και δεδομένα παρακολουθούν με ενδιαφέρον την πορεία των τιμών η οποία και θα καθορίσει κυριολεκτικά και μεταφορικά τις κινήσεις των καταναλωτών αλλά και της βιομηχανίας την επόμενη ημέρα, εφόσον θα έχει τεθεί υπό έλεγχο η υγειονομική κρίση.
Στα 10 ή στα 60 δολάρια το πετρέλαιο;
Η αγορά του πετρελαίου «πλέει» σε αχαρτογράφητα νερά και αυτή τη στιγμή κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ούτε καν σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα την πορεία των τιμών. Η ζήτηση είναι υποτονική, οι χώροι αποθήκευσης εξαιρετικά περιορισμένοι και οι επιχειρήσεις του κλάδου παλεύουν με το δίλημμα της διακοπής της παραγωγής, κάτι το οποίο είναι αρκετά κοστοβόρο και της πάση θυσία εξεύρεσης αποθηκευτικού χώρου, ο οποίος τείνει να αποτελέσει «είδος πολυτελείας λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών.
Στην αρνητική αυτή συγκυρία αν προστεθούν και η οικονομική ύφεση και η αβεβαιότητα για την πορεία της ζήτησης (η οποία για την ώρα καταγράφει ραγδαία πτώση), εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος για ποιο λόγο δεν προκαλούν πλέον εντύπωση οι εκτιμήσεις των διεθνών αναλυτών ότι ορισμένες ποικιλίες πετρελαίου μπορεί να πέσουν και κάτω από το μηδέν ή σε κάποιες «καλύτερες περιπτώσεις» κοντά στα 10 δολάρια. Για παράδειγμα, η τιμή του Western Canada Select (WCS) έφθασε τις προηγούμενες ημέρες να διαπραγματεύεται στα 4,18 δολάρια το βαρέλι, μια αρκετά χαμηλή τιμή ακόμη και για πετρέλαιο το οποίο δεν θεωρείται άριστης ποιότητας (είναι πιο όξινο κλπ) και το οποίο είθισται να διαπραγματεύεται σε τιμές που κυμαίνονται από 8 έως 15 δολάρια ανά βαρέλι.
Από την άλλη πλευρά, όπως είναι γνωστό, καμία κρίση δεν κρατάει για πάντα. Η άνοδος της τιμής πάνω από τα 55 δολάρια θεωρείται πιθανή στις αρχές του επόμενου έτους ή και αρκετά νωρίτερα, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς. Εκτός από την ψυχολογία της αγοράς, η οποία προφανώς και θα ανακάμψει μόλις φανεί ένα «φως στο τούνελ» με την έλευση μιας αποτελεσματικής θεραπείας για τον COVID-19, οι κινήσεις του ΟΠΕΚ αλλά και της Ρωσίας και ο αντίκτυπος που θα έχουν στην αμερικανική παραγωγή θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ενισχυτικά στην τιμή του «μαύρου χρυσού».
Ο πόλεμος τιμών Σαουδικής – Αραβίας Ρωσίας και η ικανότητα ειδικά της πρώτης (σε αντίθεση με τις ΗΠΑ όπου η παραγωγή από σχιστόλιθο είναι ακριβότερη) να αντέξει σε πολύ χαμηλές τιμές τείνει να προκαλέσει σοβαρό πλήγμα στη βιομηχανία σχιστολίθου.
Πρόσφατα ο Igor Sechin της ρωσικής Rosneft σημείωσε ότι αν ο αμερικανικός σχιστόλιθος αποσυρθεί από την αγορά, οι τιμές θα μπορούσαν να ανακάμψουν
και να φθάσουν τα 60 δολάρια το βαρέλι.