69 δισ. έως το 2021 πρόκειται να κοστίσει τελικά το Brexit
Το άμεσο κόστος της απόφασης των Βρετανών πολιτών να εγκαταλείψουν την Ευρωπαϊκή Ενωση θα είναι 69 δισ. ευρώ έως το 2021, πρόβλεψε ο υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ, παρουσιάζοντας την περασμένη Τετάρτη τον ενδιάμεσο προϋπολογισμό της νέας κυβέρνησης που προέκυψε μετά το δημοψήφισμα του Ιουνίου. Ο κ. Χάμοντ πρόβλεψε ότι το Brexit θα οδηγήσει σε χαμηλότερη ανάπτυξη, υψηλότερα δημοσιονομικά ελλείμματα, υψηλότερο δημόσιο χρέος, υψηλότερο δανεισμό και σε μείωση των συντάξεων. «Τώρα το καθήκον μας είναι να προετοιμάσουμε την οικονομία μας για να αποδειχθεί ανθεκτική καθώς θα βγαίνουμε από την Ε.Ε.», είπε ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών.
Η βρετανική οικονομία συμπεριφέρθηκε πολύ καλύτερα από το αναμενόμενο τους τελευταίους πέντε μήνες, ωστόσο η συνέχεια προβλέπεται ότι θα είναι πολύ πιο δύσκολη, είπε ο κ. Χάμοντ. Οι νέες οικονομικές προβλέψεις περιλαμβάνουν σημαντική αναθεώρηση προς το χειρότερο της πρόβλεψης για ανάπτυξη από 2,2% σε 1,4% για το 2017 και από 2,1% σε 1,7% το 2018, ενώ εν συνεχεία ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται ότι θα σταθεροποιηθεί στο επίπεδο που προβλεπόταν πριν από το Brexit. Η χαμηλότερη ανάπτυξη θα οδηγήσει σε αύξηση του κρατικού δανεισμού αθροιστικά κατά 144 δισ. ευρώ έως το 2021. Το αθροιστικό δημοσιονομικό έλλειμμα που αποδίδεται άμεσα στο Brexit υπολογίζεται σε 69 δισ. ευρώ έως το 2021. Ο κ. Χάμοντ ορθώς εγκατέλειψε τον στόχο της κυβέρνησης Κάμερον για ισοσκελισμό του προϋπολογισμού έως το 2020, στην προσπάθειά του να περιορίσει το πλήγμα του Brexit, μέσω επενδύσεων 27 δισ. ευρώ σε υποδομές, έρευνα και στέγαση. Ο πληθωρισμός προβλέπεται ότι θα αυξηθεί από το 0,75 το 2016 στο 2,3% το 2017 και στο 2,5% το 2018. Η Τράπεζα της Αγγλίας έχει προβλέψει άνοδο του πληθωρισμού στο 2,7% το 2017 και το 2018, και έχει δηλώσει ότι σκοπεύει να ανεχθεί την υπέρβαση του στόχου του 2%, ώστε να υποστηρίξει την οικονομική ανάπτυξη. Πρέπει να σημειωθεί ότι όλες οι συγκρίσεις γίνονται μεταξύ δύο προβλέψεων, αυτής του περασμένου Μαρτίου και της παρούσας, συνεπώς μόνον ο χρόνος θα δείξει το πραγματικό κόστος του Brexit.
Ο κ. Χάμοντ ανακοίνωσε την αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου από τις 7,20 λίρες στις 7,5 από τον Απρίλιο του 2017, ενώ η κυβέρνηση των Συντηρητικών έχει υποσχεθεί ότι το κατώτατο ωρομίσθιο θα ανέλθει στις 9 λίρες έως το 2020. Η ανεργία προβλέπεται να αυξηθεί από το 5% το 2016 στο 5,5% το 2018. Αβέβαιο είναι και το μέλλον των συντάξεων. Ο κ. Χάμοντ άφησε να εννοηθεί ότι είναι πιθανόν να αρθεί η δέσμευση για αύξηση των συντάξεων κατά τουλάχιστον 2,5% ή ακόμα υψηλότερα αν είναι υψηλότερος ο πληθωρισμός ή η μέση αύξηση του εθνικού εισοδήματος. Η δέσμευση για τις συνταξιοδοτικές δαπάνες, όπως και για την άμυνα, θα εξακολουθήσει να ισχύει έως το 2020, ωστόσο εν συνεχεία «θα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις (που θέτει) η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών», προειδοποίησε ο κ. Χάμοντ. Κατά τον σκιώδη υπουργό Οικονομικών των Εργατικών Τζον Μακ Ντόνελ, ο ενδιάμεσος προϋπολογισμός αποτελεί παραδοχή ότι έχει αποτύχει το μακροπρόθεσμο οικονομικό σχέδιο της κυβέρνησης των Συντηρητικών. Η κυβέρνηση δεν έχει «απαντήσεις στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μετά το Brexit και κανένα όραμα για να διασφαλίσει τη μελλοντική ευημερία», είπε ο κ. Μακ Ντόνελ. Ισως πιο ενδιαφέρουσα να είναι η προτροπή του προς τον κ. Χάμοντ να αντισταθεί στην πρωθυπουργό Τερέζα Μέι και στους «ακραίους, φανατικούς υποστηρικτές του Brexit στο υπουργικό συμβούλιο», επιμένοντας ότι η Βρετανία θα πρέπει να έχει «πλήρη πρόσβαση στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά». Αραγε οι Εργατικοί τάσσονται κατά του λεγόμενου «σκληρού» Brexit;