Αραβικός «εμφύλιος» εκτοξεύει τις τιμές των καυσίμων
Ανησυχία στην παγκόσμια οικονομία προκαλεί η ασυμφωνία μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων σχετικά με την αύξηση της παραγωγής πετρελαίου. Η «κόντρα» μεταξύ των χωρών μελών του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ) έχει ως αποτέλεσμα την εκτόξευση των ήδη υψηλών τιμών του πετρελαίου σε επίπεδα ρεκόρ τριετίας και οι φόβοι για αλυσιδωτές επιπτώσεις, που θα φτάσουν μέχρι τις τσέπες των καταναλωτών, εντείνονται όσο η σύγκλιση δείχνει απομακρυσμένο σενάριο.
Συγκεκριμένα, από την Τρίτη, 6.7.2021, η τιμή του μπρεντ ανέβηκε στα 77,84 δολάρια, που είναι η υψηλότερη από τον Οκτώβριο του 2018. Επίσης, η τιμή του αμερικανικού αργού (WTI) άγγιξε τα 76,98 δολάρια, που είναι το υψηλότερο επίπεδο από τον Νοέμβριο του 2014.
Σημειώνεται ότι οι τιμές των καυσίμων αλλά και των πρώτων υλών είναι σε αρκετά ανοδική πορεία ήδη το τελευταίο δωδεκάμηνο. Συγκεκριμένα, πέρα απ’ το πετρέλαιο, που καταγράφει αυξήσεις της τάξεως του 79%, ο χαλκός έφτασε το 59%, το αλουμίνιο το 47% ενώ ο σίδηρος το 110%.
Ράλι τιμών και στην κυπριακή αγορά
Σε ό,τι αφορά την κυπριακή αγορά καυσίμων, η άνοδος στις τιμές καταγράφεται σταδιακά με σκαμπανεβάσματα από την αρχή του έτους. Ωστόσο, εδώ και ένα μήνα σημειώνεται συνεχής άνοδος των τιμών. Μιλώντας στη «Σημερινή» ο πρόεδρος του Κυπριακού Συνδέσμου Καταναλωτών, Μάριος Δρουσιώτης, τόνισε ότι «η άνοδος στις τιμές των καυσίμων είναι σίγουρο ότι θα συνεχιστεί τουλάχιστον για το επόμενο δίμηνο».
Συγκεκριμένα, από την αρχή του έτους η αμόλυβδη 95 οκτανίων από 1,070 έφτασε τον Ιούλιο στα 1,280 ευρώ. Το πετρέλαιο κίνησης από 1,1 ευρώ έφτασε στα 1,294, ενώ το πετρέλαιο κίνησης έφτασε στα 0,827 από τα 0,655 ευρώ, που ήταν τον Γενάρη.
Είναι επίσης ενδεικτικό της κατακόρυφης πορείας που ακολουθούν οι τιμές καυσίμων από την αρχή της πανδημίας, το γεγονός ότι συγκριτικά με πέρυσι η βενζίνη καταγράφει αύξηση 31,4 σεντ το λίτρο, το πετρέλαιο κίνησης 32 σεντ το λίτρο και το πετρέλαιο θέρμανσης 19,8 σεντ το λίτρο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Κυπριακού Συνδέσμου Καταναλωτών, οι αυξήσεις στις τιμές δεν απαντώνται μόνο στα καύσιμα αλλά και σε άλλα είδη πρώτης ανάγκης, όπως τρόφιμα, είδη ένδυσης και υπόδησης κ.ά.
«Οι αυξήσεις τιμών στα διάφορα είδη, πέρα από τα καύσιμα, δυστυχώς προβλέπεται ότι θα συνεχιστούν και το επόμενο διάστημα», τόνισε ο κ. Δρουσιώτης, επισημαίνοντας ότι εν πολλοίς οφείλονται ακριβώς στην αποδιοργάνωση που επικρατεί στις τιμές καυσίμων παγκοσμίως αλλά και ειδικότερα στην Κύπρο και στις αλυσιδωτές επιπτώσεις που εν τέλει τις επωμίζονται οι καταναλωτές.
Για κάθε ένα σεντ που καταγράφεται στις τιμές λίτρου των καυσίμων, όπως εξήγησε ο κ. Δρουσιώτης, «αν αυτό το σεντ μείνει σε διάρκεια ενός έτους, τότε οι καταναλωτές πληρώνουν συνολικά 9 εκατομμύρια ευρώ». Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει, όπως εξήγησε ο κ. Δρουσιώτης, μέσος όρος αύξησης στις τιμές 20 σεντ, κάτι που «σημαίνει ότι από την αρχή του χρόνου οι καταναλωτές μέχρι σήμερα, και εάν συνεχιστούν αυτές οι κλίμακες, θα επωμιστούν συνολικά 180 εκατομμύρια ευρώ σε ένα χρόνο, μόνο για τα καύσιμα».
Το ιστορικό του «εμφυλίου» που πυροδότησε το ράλι τιμών
Η ύφεση της παγκόσμιας παραγωγής λόγω πανδημίας είχε ως αποτέλεσμα τη μειωμένη ζήτηση του πετρελαίου και ακολούθως την κατακόρυφη μείωση των τιμών του καυσίμου. Προκειμένου να αντιμετωπίσουν το «κραχ» στις τιμές, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες του ΟΠΕΚ έλαβαν τον Απρίλιο του 2020 την ιστορική απόφαση για μείωση της παραγωγής πετρελαίου σχεδόν κατά 10 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως. Η συμφωνία, βάσει των τότε αποφάσεων, θα ίσχυε μέχρι την Άνοιξη του 2022.
Στις συνομιλίες που έγιναν την αρχή της εβδομάδας, τα μέλη του ΟΠΕΚ και οι σύμμαχοί τους (ομάδα γνωστή ως ΟΠΕΚ+) είχαν ενώπιόν τους την πρόταση, την οποία προέκριναν ενθέρμως τα ΗΑΕ, για στοχευμένη σταδιακή αύξηση της παραγωγής του πετρελαίου από τον Αύγουστο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021, που θα έφτανε περίπου στα 2 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως.
Η πρόταση τελικά «μπλοκαρίστηκε», χωρίς μάλιστα να οριστεί ημερομηνία για νέες συζητήσεις, γεγονός που αντανακλά την ένταση που υπάρχει στις τάξεις των Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών. Οι πληροφορίες για το τι μέλλει γενέσθαι είναι συγκεχυμένες: Αφενός υποστηρίζεται ότι τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους δεν πρόκειται να υπάρξει αύξηση της παραγωγής. Κάτι που προκρίνουν εξάλλου η Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες. Αφετέρου λέγεται πως τις επόμενες μέρες θα καθοριστούν νέες συνομιλίες, κατά τις οποίες θα ληφθεί απόφαση για αύξηση της παραγωγής.
Σημειώνεται ότι τα ΗΑΕ θεωρούν πως πρέπει να αλλάξει και ο τρόπος υπολογισμού του επιπέδου παραγωγής που υιοθετείται μέχρι τώρα. Και αυτό επειδή τα Εμιράτα έχουν προβεί σε τεράστιες επενδύσεις προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγική τους ικανότητα. Κάτι το οποίο με τη συμφωνία του περσινού Απριλίου «μπαίνει στον πάγο», τουλάχιστον μέχρι τον Απρίλιο του 2022.
Ο αρμόδιος Υπουργός των Εμιράτων, πάντως, έχει δηλώσει ότι αν δε γίνει τώρα αναθεώρηση του «ξεπερασμένου», όπως είπε, τρόπου υπολογισμού, θα γίνει αμέσως μετά τη λήξη της συμφωνίας που υφίσταται, τον Απρίλιο του 2022. Κάτι το οποίο προκαλεί μερικό «άγχος» στη Σαουδική Αραβία, η οποία βλέπει ανταγωνιστικά τη γειτονική της χώρα.
Όπως εξάλλου δήλωσε και ο Τάμας Βάργκα της πετρελαϊκής PVM στους Financial Times, «οι πιο άσπονδοι σύμμαχοι πριν από λίγο καιρό, οι δύο χώρες της Μέσης Ανατολής, έχουν πλέον διαφορετικές απόψεις σε μια σειρά από ζητήματα: τον πόλεμο στην Υεμένη, τις σχέσεις με το Ισραήλ ή το Κατάρ και την πρόθεση των Σαουδαράβων να ανταγωνιστούν τα ΗΑΕ ως τουριστικό και επιχειρηματικό κόμβο».
(Σημερινή)