Σπύρος Αλεξόπουλος
Την προηγούμενη εβδομάδα, καθώς πλησιάζαμε στην διάσκεψη κορυφής των ηγετών της ομάδας G7, το πρακτορείο Reuters δημοσίευσε πληροφορίες του από πηγές κοντά στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι πληροφορίες αυτές έλεγαν πως οι δύο κυβερνήσεις ήθελαν να θέσουν το θέμα της ανάγκης αλλαγών στο θέμα της υποχρεωτικής χρήσης βιοκαυσίμων ως μερικών υποκατάστατων της βενζίνης και του ντίζελ. Μιλώντας για βιοκαύσιμα αναφερόμαστε στην ουσία σε οινόπνευμα (αιθανόλη), που προκύπτει από την ζύμωση των αγροτικών προϊόντων όπως το καλαμπόκι, το ζαχαροκάλαμο, η σόγια, το σιτάρι, το φοινικέλαιο μέσα σε ειδικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις.
Η βιοαιθανόλη προστίθεται μέσα στην βενζίνη ή το ντίζελ που παράγουν τα διυλιστήρια πετρελαίου. Η αιθανόλη άρχισε να χρησιμοποιείται σαν πρόσθετο στην βενζίνη στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στην Βραζιλία, πράγμα αρκετά λογικό, αφού η βραζιλιάνικη αιθανόλη παρασκευάζεται από την ζάχαρη, της οποίας η Βραζιλία είναι πολύ μεγάλη παραγωγός. Από το 2000 και μετά, πολλές χώρες άρχισαν να ενισχύουν την παραγωγή βιοκαυσίμων, κάνοντας υποχρεωτική την προσθήκη τους στα καύσιμα των οχημάτων εσωτερικής καύσης.
Η επίσημη αιτιολογία ήταν η προσπάθεια μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, καθώς η καύση των βιοκαυσίμων παράγει πολύ λιγότερα αέρια του θερμοκηπίου από την βενζίνη και το ντίζελ. Η ανεπίσημη ήταν η επιθυμία των πολιτικών σε πολλές χώρες να αυξήσουν τα εισοδήματα των αγροτών τους χωρίς την χρήση κρατικών χρημάτων. Με την πάροδο του χρόνου, η βιομηχανία αυτή γιγαντώθηκε, καθώς σε πολλές χώρες η χρήση των βιοκαυσίμων είναι υποχρεωτικά πολύ εκτεταμένη.
Στην μεγαλύτερη αγορά αυτοκινήτων του κόσμου, την Ευρωπαϊκή Ένωση, υπάρχει απαίτηση χρήσης βιοκαυσίμων σε ποσοστό 10%. Στην Κίνα, που είναι η αμέσως επόμενη σε μέγεθος αγορά, οι απαίτηση είναι πολύ μικρότερη, στο περίπου 2,1%. Στις ΗΠΑ, η αιθανόλη (που παράγεται κυρίως από καλαμπόκι) χρησιμοποιείται μέσα στην βενζίνη σε ποσοστό τουλάχιστον 10%, ανάλογα με την πολιτεία. Στην Ινδία, όπου η αιθανόλη παράγεται κυρίως από ζαχαροκάλαμο, το ποσοστό είναι 7,5%, ενώ στην Ινδονησία και την Βραζιλία είναι πολύ μεγαλύτερο, 30% και 27% αντίστοιχα (στην Ινδονησία παράγεται από φοινικέλαιο και στην Βραζιλία από ζαχαροκάλαμο).
Τα στοιχεία που μόλις παραθέσαμε προέρχονται από σχετικό άρθρο του Bloomberg. Το πόσο μεγάλη έχει γίνει αυτή η βιομηχανία φαίνεται από το γεγονός πως περίπου το 1/3 του καλαμποκιού που παράγεται στις ΗΠΑ χρησιμοποιείται για την παραγωγή αιθανόλης, όπως και μεγάλες ποσότητες σόγιας. Στην Ινδονησία, το 25% της παραγωγής φοινικέλαιου χρησιμοποιείται ως βιοκαύσιμο. Όπως είναι φυσικό, γύρω από αυτή την βιομηχανία έχει αναπτυχθεί ένα πολύ ισχυρό λόμπι, σε πολλές χώρες. Αυτά τα λόμπι προσπαθούν να σιγουρευτούν πως δεν θα αλλάξει το υποχρεωτικό ποσοστό πρόσμιξης βιοκαυσίμων στην βενζίνη και το ντίζελ.
Μέχρι πρότινος, η ισορροπία που είχε διαμορφωθεί δεν προκαλούσε πολλές διαμαρτυρίες. Ή για να το πούμε καλύτερα, οι διαμαρτυρίες πολλών οργανώσεων που ασχολούνται με την προστασία του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση της πείνας έπεφταν στο κενό. Το σκεπτικό τους είναι αρκετά λογικό. Υποστηρίζουν πως η αύξηση της ζήτησης για αγροτικά προϊόντα που θα γίνουν βιοκαύσιμα, κάνει τα τρόφιμα πιο ακριβά για τους πολίτες ανά τον κόσμο, ειδικά για τις φτωχές χώρες. Την ίδια στιγμή λένε πως το όφελος για το περιβάλλον είναι εξαιρετικά μικρό, μέχρι και αμελητέο, αφού η εντατική καλλιέργεια αυτών των σπόρων εξαντλεί την γη, προκαλεί μεγαλύτερη κατανάλωση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων και γενικά δεν είναι καθόλου αβλαβής για το περιβάλλον. Ειδικά αν κάποιος λάβει υπόψη του το γεγονός πως μεγάλες ποσότητες αιθανόλης από τις ΗΠΑ πηγαίνουν προς την Βραζιλία, καθώς η παραγωγή αιθανόλης από ζάχαρη δεν φθάνει για να καλύψει την ζήτηση εξ αιτίας της υποχρεωτικής πρόσμειξής της στα καύσιμα που βγαίνουν από τα διυλιστήρια. Το τελευταίο έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία, καθώς η αιθανόλη από καλαμπόκι έχει αποτύπωμα άνθρακα σχεδόν 50% παραπάνω από την αιθανόλη που παράγεται από ζαχαροκάλαμο. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πως η όλη υπόθεση με τα βιοκαύσιμα που θα μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα είναι αρκετά «ύποπτη» για να μην πούμε πως είναι μία μεγάλη «τρύπα στο νερό». Και γίνεται ακόμα πιο ύποπτη αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός πως η ζήτηση τροφίμων από την βιομηχανία βιοκαυσίμων έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην άνοδο της τιμής των αγροτικών προϊόντων την τελευταία διετία.
Το τελευταίο αποτελεί και την βάση των ισχυρισμών της Γερμανίας, και του Ηνωμένου Βασιλείου, στην πρόταση που, κατά το Reuters, έκαναν προς τις υπόλοιπες χώρες του G7. Οι δύο χώρες φέρονται να υποστηρίζουν πως η απειλή επισιτιστικής κρίσης πρέπει να μας κάνει να ξυπνήσουμε και να σταματήσουμε, έστω και προσωρινά, την εφαρμογή της νομοθεσίας που επιβάλλει την παρουσία βιοκαυσίμων στα καύσιμα των οχημάτων. Μία τέτοια κίνηση, θεωρητικά τουλάχιστον, θα έριχνε τις τιμές των τροφίμων και θα ανακούφιζε εκατομμύρια πολίτες ανά τον κόσμο που ταλαιπωρούνται από την ακρίβεια στα τρόφιμα.
Νεότερο ρεπορτάζ του Reuters μετέφερε την εκτίμηση γερμανικών πηγών, σύμφωνα με τις οποίες η πρόταση που έκαναν προς την ομάδα του G7 δεν πρόκειται να προχωρήσει, κυρίως εξ αιτίας αντιρρήσεων από τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του πρακτορείου, οι δύο χώρες δεν επιθυμούν τώρα να συζητήσουν κάτι τέτοιο, καθώς φοβούνται πως θα προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη άνοδο της τιμής του πετρελαίου, της βενζίνης και του ντίζελ, αφού θα απαιτηθούν πολύ μεγαλύτερες ποσότητές τους από την στιγμή που τα βιοκαύσιμα θα «φύγουν από την μέση», ολικά ή μερικά. Φυσικά υπάρχει και άλλος λόγος για τον οποίον οι δύο χώρες, και κυρίως οι ΗΠΑ, δεν πρόκειται εύκολα να εγκαταλείψουν τα βιοκαύσιμα.
Οι ΗΠΑ είναι μεγαλύτερος παγκόσμιος «παίκτης» στα βιοκαύσιμα και το λόμπι της βιοαιθανόλης είναι πάρα πολύ ισχυρό. Ακόμα και ο πρώην πρόεδρος Τραμπ, φανατικός οπαδός των ορυκτών καυσίμων και πολέμιος κάθε «πράσινης» ιδέας και πρότασης, είχε αναγκαστεί να ικανοποιήσει τα αιτήματα του λόμπι και όχι αυτά της βιομηχανίας πετρελαίου, η οποία βέβαια δεν συμπαθούσε καθόλου τα βιοκαύσιμα. Όλες οι πολιτείες που παράγουν πολύ καλαμπόκι, αλλά και σόγια, θα «μαυρίσουν» κυριολεκτικά όποιον πλήξει την βιομηχανία των βιοκαυσίμων.
Αντιρρήσεις όμως θα υπάρχουν και στην Βραζιλία, αφού οι παραγωγοί ζαχαροκάλαμου, όπως και όσοι ασχολούνται με την μετατροπή του σε αιθανόλη είναι πάρα πολλοί. Ακόμα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου, σύμφωνα τουλάχιστον με το Bloomberg, το 10% των δημητριακών γίνεται βιοκαύσιμα, δεν θα είναι καθόλου εύκολο να περάσει η γερμανική πρόταση. Όπως μαθαίνουμε από το Reuters, οι παραγωγοί δημητριακών που τα προορίζουν για βιοκαύσιμα χρησιμοποιούν ποικιλίες σιτηρών που δεν είναι βρώσιμες από ανθρώπους, άρα δεν θα μπορούν και να βοηθήσουν και πολύ στην πτώση της υψηλής τιμής του σιταριού, όπως υποστηρίζουν οι Γερμανοί.
Για να γίνουμε λίγο πιο κυνικοί, είναι φανερό πως τα βιοκαύσιμα δεν προσφέρουν σχεδόν τίποτα στο περιβάλλον. Ο βασικός λόγος που υπάρχουν αυτή τη στιγμή είναι πως γύρω τους έχει στηθεί μία μεγάλη παγκόσμια βιομηχανία, από την οποία ζουν δεκάδες εκατομμύρια αγρότες σε πολλές περιοχές του κόσμου. Η βιομηχανία αυτή δεν μπορεί να γκρεμιστεί σε μία μέρα, καθώς θα διαταραχθούν πάρα πολλές λεπτές ισορροπίες στην παγκόσμια γεωργία, με συνέπειες που δεν μπορούμε εύκολα να προβλέψουμε, εκτός βέβαια από την βέβαιη δυσαρέσκεια, ή μάλλον αγανάκτηση, των παραγωγών.
Ούτε και είναι σίγουρο πως θα πέσει η τιμή των τροφίμων, αφού οι περισσότεροι αγρότες πιθανότατα θα εγκαταλείψουν τις συγκεκριμένες καλλιέργειες. Λογικά, αν πρόκειται να αλλάξει κάτι, αυτό θα γίνει σταδιακά, αφού εξομαλυνθεί η κατάσταση στις αγορές καυσίμων και τροφίμων (υποθέτουμε πως κάποια στιγμή θα γίνει και αυτό). Για την Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ο αγροτικός τομέας δεν είναι τόσο ισχυρός όσο στην Γαλλία, τις ΗΠΑ, την Βραζιλία και την Ινδία, είναι αρκετά πιο εύκολο να το προτείνουν, αλλά οποιαδήποτε αλλαγή του ισχύοντος καθεστώτος είναι σχεδόν αδύνατη αυτή την στιγμή. Ίσως η λύση να έρθει μόνη της, αν η κατανάλωση υγρών καυσίμων από οχήματα αρχίσει να μειώνεται όσο γρήγορα ελπίζουν οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες που έκαναν στροφή 180 μοιρών και βασίζουν πλέον όλο το μέλλον τους στην ηλεκτροκίνηση, όπως ας πούμε οι γερμανικές.
LIBERAL.GR